διάλειψις
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
εως, ἡ, an interval, interstice, v.l. in Hp.Art.35, cf. Arist. Aud.803b37; δ. τῶν πλινθίδων IG2.1054.93; δ. φυλλική, internode, Thphr.HP3.18.11; intermission, Erot. s.v. τριταιοφυεῖς.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [jón. plu. nom. διαλείψιες Aret.SD 1.12.2; ac. διαλείψιας Hp.Art.35]
1 espacio libre, espacio intermedio en un vendaje, Hp.l.c., Fract.25, Gal.5.769, διαλείψεις φυλλικαί espacios entre las hojas Thphr.HP 3.18.11, cf. CP 1.11.6.
2 intervalo ref. al tiempo τῆς ἀκοῆς οὐ δυναμένης συναισθάνεσθαι τὰς διαλείψεις Arist.Aud.803b37
•interrupción, pausa en la fiebre, Erot.84.22, τῶν παροξυσμῶν Aret.l.c.
Russian (Dvoretsky)
διάλειψις: εως ἡ Arst., Diog. L. = διάλειμμα.
Greek (Liddell-Scott)
διάλειψις: -εως, ἡ, διάλειμμα, διακοπή, παῦσις (πρὸς καιρόν), Ἱππ. Ἄρθρ. 802, Διογ. Λ. 7. 51.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάλειψις -εως, ἡ [διαλείπω] tussenruimte.
German (Pape)
ἡ, Unterbrechung, Hippocr. und Sp.