σφαγιασμός
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ὁ, slaying, sacrificing, E.El.200(lyr., pl.), Plu.Ages.6, Corn.ND34.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 immolation, sacrifice;
2 meurtre.
Étymologie: σφαγιάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφαγιασμός -οῦ, ὁ [σφαγιάζω] slachting.
Russian (Dvoretsky)
σφᾰγιασμός: ὁ заклание, кровавое жертвоприношение Eur., Plut.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ σφαγιάζω
θυσία
νεοελλ.
1. ομαδική σφαγή, μακελειό
2. μτφ. αφανισμός, καταστροφή.
Greek Monotonic
σφᾰγιασμός: ὁ, σφαγή, προσφορά ιερού σφαγίου κατά την τέλεση θυσιών, τελετουργική θυσία, σε Ευρ., Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
σφᾰγιασμός: ὁ, σφαγή, θυσία, «σφάξιμον», Εὐριπ. Ἠλ. 200, Πλουτ. Ἀγησ. 6.
Middle Liddell
σφᾰγιασμός, οῦ, ὁ, [from σφαγιάζομαι
a slaying, sacrificing, Eur., Plut.
German (Pape)
ὁ, das Schlachten, Opfern; Eur. El. 200; Plut. Ages. 6.