καταστοχασμός
From LSJ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
English (LSJ)
ὁ, conjecture, D.S.1.37.
German (Pape)
ὁ, das Erzielen, Erraten, die Mutmaßung, DS. 1.37.
Russian (Dvoretsky)
καταστοχασμός: ὁ предположение, догадка (ὑπόνοια καί κ. Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
καταστοχασμός: ὁ, εἰκασία, ἐπίτευξις, εἰς ὑπόνοιαν καὶ κ. πιθανὸν Διόδ. 1. 37.
Greek Monolingual
καταστοχασμός, ὁ (Α) καταστοχάζω
υπόνοια, εικασία, συμπέρασμα.