φοινικοπάρῃος
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux flancs (litt. aux joues) écarlates (navire).
Étymologie: ion. p. *φοινικοπαρειος de φοῖνιξ¹, παρειά.
German (Pape)
[ῑ], ion. = φοινικοπάρειος.
Russian (Dvoretsky)
φοινῑκοπάρῃος: пурпурнощекий, т. е. с пурпурными бортами (νηῦς Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
φοινῑκοπάρῃος: [ᾰ], -ον, Ἰων ἀντὶ φοινικοπάρειος, ὁ ἔχων ἐρυθρὰς παρειάς, ὡς τὸ μιλτοπάρῃος, ἐπίθετον τῶν πλοίων, ὧν αἱ πρῷραι ἐχρωματίζοντο κόκκιναι, Ὀδ. Λ. 124, Ψ. 271.
Greek Monotonic
φοινῑκοπάρῃος: [ᾰ], -ον, Ιων. αντί -πάρειος, αυτός που έχει κόκκινα μάγουλα, επίθ. για πλοία οι πρώρες των οποίων είναι βαμμένες κόκκινες, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
φοινῑκο-πά˘ρῃος, ον, [ionic for -πάρειος]
red-cheeked, epith. of ships, the bows of which were painted red, Od.