διαπυρσεύω

From LSJ
Revision as of 11:45, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπυρσεύω Medium diacritics: διαπυρσεύω Low diacritics: διαπυρσεύω Capitals: ΔΙΑΠΥΡΣΕΥΩ
Transliteration A: diapyrseúō Transliteration B: diapyrseuō Transliteration C: diapyrseyo Beta Code: diapurseu/w

English (LSJ)

communicate by beacon, τινί App.Mith.79: metaph., blazon abroad as by beacon-fires, τὰς πράξεις τῇ δόξῃ εἰς ἅπαντας τοὺς ἀνθρώπους Plu.Demetr.8: c.gen., Philostr.VA2.22 (v.l.διαπῠρ-πυρσαίνω): —Med., make signals by beacons, Plb.1.19.7.

Spanish (DGE)

1 hacer señales con fuego c. dat. de pers. Μιθριδάτῃ διεπύρσευσεν avisó a Mitrídates con señales de fuego App.Mith.79, tb. en v. med. abs. τοῦ δ' Ἀννίβου διαπυρσευομένου Plb.1.19.7
fig. mostrar como una antorcha c. dat. instrum. ταχὺ τῇ δόξῃ διαπυρσεύσειν εἰς ἅπαντας ἀνθρώπους τὰς πράξεις Plu.Demetr.8.
2 iluminar con fuego c. gen. διαπυρσεύοντα τοῦ οὐρανοῦ (el sol) atravesando el cielo con su antorcha Philostr.VA 2.22.

German (Pape)

[Seite 599] dasselbe, Plut. Demetr. 8, τὰς πράξεις τῇ δόξῃ εἰς ἅπαντας ὰνθρώπους. – Med., ein Feuerzeichen geben, πρός τινα, Pol. 1, 19.

French (Bailly abrégé)

éclairer avec une torche.
Étymologie: διά, πυρσεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πυρσεύω bekend maken (als door vuursignalen).

Russian (Dvoretsky)

διαπυρσεύω:
1 досл. освещать (словно) факелом, перен. делать известным, прославлять (τῇ δόξῃ τὰς πράξεις εἰς ἅπαντας ἀνθρώπους Plut.);
2 med. подавать огненные сигналы (πρός τινα Polyb.).

Greek Monolingual

διαπυρσεύω (Α)
1. φωτίζω με πυρσό
2. κάνω σήματα με πυρσό
3. κοινολογώ, διαδίδω.

Greek Monotonic

διαπυρσεύω: μέλ. -σω, ρίχνω φως πάνω σε, φωτίζω, με αιτ., σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

διαπυρσεύω: καταφωτίζω ὡς διὰ πυρσοῦ, Πλούτ. Δημητρ. 8· μετὰ γεν., Φιλόστρ. 74 (δι. γρ. -πυρσαίνω)·― κάμνω σημεῖα διὰ πυρσῶν, Πολύβ. 1. 19, 7.

Middle Liddell

fut. σω
to throw a light over, c. acc., Plut.