Αἰτναῖος

From LSJ
Revision as of 18:10, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Αἰτναῖος Medium diacritics: Αἰτναῖος Low diacritics: Αιτναίος Capitals: ΑΙΤΝΑΙΟΣ
Transliteration A: Aitnaîos Transliteration B: Aitnaios Transliteration C: Aitnaios Beta Code: *ai)tnai=os

English (LSJ)

α, ον, A of or belonging to Etna (Αἴτνη), Pi.P.3.69, O.6.96, A.Pr.367, etc.; Sicilian, πῶλος S.OC312; of a beetle, A.Fr.233, Ar. Pax73, S.Ichn.300. II αἰτναῖος, , sea-fish, Opp.H.1.512.

Spanish (DGE)

-α, -ον
Etneo, del Etna
I 1etneo, del volcán Etna A.Pr.365, E.Cyc.20, Call.Del.141
de la región del Etna E.Tr.220
esp. de cierta raza de caballos Αἰτναίας ἐπὶ πώλου S.OC 312, como epít. de Zeus, Pi.O.6.96, N.1.6.
2 de la ciudad de Etna Pi.P.3.69; cf. tb. Αἴτναι.
II 1Αἰτναῖος κάνθαρος entom. un gran escarabajo o quizá ciervo volador, Lucanus cervus L., A.Fr.233, S.Fr.162, 314.307, Ar.Pax 73.
2 ict. especie de besugo Opp.H.1.512.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 de l'Etna;
2 grand comme l'Etna, gigantesque;
3 de la région de l'Etna.
Étymologie: Αἴτνη.

Russian (Dvoretsky)

Αἰτναῖος:
1 этнийский (Ζεύς Pind.: ῥίζαι Aesch.; πῶλος Soph.);
2 огромный как Этна (σφαγεῖα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

Αἰτναῖος: -α, -ον, ἐκ τῆς Αἴτνης ἢ ἀνήκων εἰς τὴν Αἴτνην, Πινδ. Π. 3. 121, Ο. 6. 161., Αἰσχύλ. Πρ. 365, κτλ. 2) μεταφ. παμμεγέθης, πελώριος, Εὐρ. Κύκλ. 395: καὶ οὕτω τινὲς ἑρμηνεύουσιν ὅταν κεῖται ἐπὶ ἵππων, ἀλλὰ κάλλιον ὁ ἐξ Αἴτνης, δηλ. Σικελικός· (ἐπειδὴ οἱ Σικελικοὶ ἵπποι καὶ ἡμίονοι ἦσαν περίφημοι), Σοφ. Ο. Κ. 312· ὡς ἐν παιγνίῳ ἡ λέξις λέγεται ἐπὶ τῶν κανθάρων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 73· ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ καὶ ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 347· πρβλ Φώτ. ἐν λ. ὄχος Ἀκεσταῖος, Πλαῦτ. Mil. Glor. 4. 2, 73. ΙΙ. Αἰτναῖος, ὁ, θαλάσσιος ἰχθύς, Ὀππ. Ἁλ. 1. 512.

English (Slater)

Αἰτναῖος
1 of Etna
a epithet of Zeus, v. Cook, Zeus, p. 908. Ζηνὸς Αἰτναίου κράτος (O. 6.96) Ζηνὸς Αἰτναίου χάριν (N. 1.6)
b epithet of Hieron. παρ' Αἰτναῖον ξένον (P. 3.69)
c m. pl. as subs. citizens of Aitna μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω σε παισὶν δαρὸν Αἰτναίων ὀπάζειν (N. 9.30)

Greek Monotonic

Αἰτναῖος: -α, -ον,
1. αυτός που ανήκει, προέρχεται ή κατάγεται από την Αίτνα (Αἴτνη), σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. μεταφ., όμοιος με την Αίτνα, πελώριος, τεράστιος, σε Ευρ.· κάποιοι το ερμηνεύουν έτσι όταν χρησιμοποιείται για άλογα, ορθότερη όμως μεταφραστική απόδοση είναι «αυτός που προέρχεται από την Αίτνα», δηλ. ο Σικελικός (διότι τα Σικελικά άλογα καθώς και οι μουλάρια, ήταν περίφημα, ξακουστά), σε Σοφ.

Middle Liddell


1. of or belonging to Etna (Αἴτνη), Pind., Aesch., etc.
2. metaph. like Etna, enormous, Eur.; some explain it so when used of horses, but better Etnean, i. e. Sicilian (for the Sicilian horses were famous), Soph.