πισσόω

From LSJ
Revision as of 13:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πισσόω Medium diacritics: πισσόω Low diacritics: πισσόω Capitals: ΠΙΣΣΟΩ
Transliteration A: pissóō Transliteration B: pissoō Transliteration C: pissoo Beta Code: pisso/w

English (LSJ)

Att. πιττόω, (πίσσα)
A pitch over, pitch, τὰς ὀροφάς IG22.659.25; τὰς ναῦς Sch.Ar.Pl.1093:—Pass., Chrysipp.Stoic.2.110, Dsc.5.12,31; of bronze statues, in order to take casts of them, Luc.JTr. 33; in order to clean them, Id.Lex.11.
II Med., remove the hair by means of a pitch-plaster, οἱ βάρβαροι πιττοῦνται τὰ σώματα Theopomp. Hist.195, cf. Luc.Rh.Pr.23; πιττούμενος τὰ σκέλη Id.Demon.50, cf. Merc.Cond.33.

German (Pape)

[Seite 619] att. -ττόω, 1) mit Pech, Theer bestreichen, überziehen, theeren, wie Schiffe, Schol. Ar. Plut. 1093. – 2) insbesondere kupferne Bildsäulen mit Pech überziehen, um sie abzuformen, Luc. lup. trag. 33. – 3) durch Pechpflaster die Haare ausziehen, wie Weichlinge und Weiber thaten, κίναιδος πεπιττωμένος τὰ σκέλη, Luc. merc. cond. 33, u. oft.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
enduire de poix des statues de cuivre pour les mouler;
Moy. πισσόομαι, πισσοῦμαι enduire de poix pour extirper le poil ; épiler au moyen d'emplâtres de poix.
Étymologie: πίσσα.

Greek (Liddell-Scott)

πισσόω: Ἀττικ. πιττόω (πίσσα) ἐπαλείφω διὰ πίσσης, πισσώνω, τὰς ναῦς Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1094. ΙΙ. ἐπιχρίω διὰ πίσσης ἀγάλματα ὀρειχάλκινα ὅπως λάβω τοὺς τύπους αὐτῶν, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 33. ΙΙΙ. ἀποσπῶ, μαδῶ τὰς τρίχας δι’ ἐμπλάστρου ἐκ πίσσης, συνήθεια παρὰ γυναιξὶν καὶ ἐκτεθηλυμμένοις ἀνθρωπαρίοις καὶ κιναίδοις, Κλήμ. Ἀλ. 261˙ ― μάλιστα ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, αὐτόθι 263˙ οἱ βάρβαροι πιττοῦνται τὰ σώματα Ἀθήν. 518Α, πρβλ. Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 23˙ πιττούμενος τὰ σκέλη ὁ αὐτ. ἐν Δημώνακτ. βίῳ 59, πρβλ. τοῦ αὐτοῦ περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 33.

Russian (Dvoretsky)

πισσόω: атт. πιττόω
1 обмазывать смолой (для снятия формы): πιττούμενος στέρνον τε καὶ μετάφρενον Luc. (статуя), обмазанная смолой со стороны как груди, так и спины;
2 (с помощью смолистых веществ) удалять волосы: πεπιττωμένος τὰ σκέλη Luc. с уничтоженными на ногах волосами.