παρέστιος

From LSJ
Revision as of 13:59, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρέστιος Medium diacritics: παρέστιος Low diacritics: παρέστιος Capitals: ΠΑΡΕΣΤΙΟΣ
Transliteration A: paréstios Transliteration B: parestios Transliteration C: parestios Beta Code: pare/stios

English (LSJ)

ον,(ἑστία) by or at the hearth, λοιβαί S.El.269, cf. Ant. 372, E.Med.1334; ἡ δ' εἴσω πελάνους καῖεν π. A.R.4.713.

German (Pape)

[Seite 518] neben oder bei dem Heerde, am Heerde; κτανοῦσα γὰρ τὸν σον κάσιν παρέστιον, Eur. Med. 1334; λοιβαί, Soph. El. 269; übh. = ἐφέστιος, μήτ' ἐμοὶ παρέστιος γένοιτο, ὃς τάδ' ἔρδει, Ant. 373; Ap. Rh. 4, 713.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est ou se fait près du foyer;
2 qui s'assied au foyer de, τινι.
Étymologie: παρά, ἑστία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρέστιος -ον [παρά, ἑστία] bij de haard:. μήτ’ ἐμοὶ παρέστιος γένοιτο moge hij nooit bij mijn haard zitten Soph. Ant. 372.

Russian (Dvoretsky)

παρέστιος:
1 совершаемый у очага (λοιβαί Soph.);
2 разделяющий (с кем-л.) очаг: π. τινι γενέσθαι Soph. делить с кем-л. очаг, т. е. жить с кем-л. под одной крышей.

Greek Monolingual

-α, -ο / παρέστιος, -ον ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται κοντά στην εστία, κοντά στον τόπο όπου καίει η φωτιά μέσα στο σπίτι («ἡ δ' εἴσω πελάνους καίεν παρεστίους», Απολλ. Ρόδ.)
2. αυτός που συγκατοικεί με κάποιον, ο σύνοικος, ο συγκάτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἑστία.

Greek Monotonic

παρέστιος: -ον (ἑστία), αυτός που βρίσκεται κοντά στην εστία ή πάνω σ' αυτή, σπιτικός, οικιακός, σε Σοφ.· γενικά, = ἐφέστιος, στον ίδ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

παρέστιος: ον (ἑστία) ὁ παρὰ τὴν ἑστίαν ἢ ἐπ’ αὐτῆς, παρεστίους σπένδοντα λιβὰς Σοφ. Ἠλ. 269· - καθόλου, = ἐφέστιος, Σοφ. Ἀντ. 372, Εὐρ. Μήδ. 1334.

Middle Liddell

παρ-έστιος, ον, ἑστία
by or at the hearth, Soph.:— generally, = ἐφέστιος, Soph., Eur.