στῆριγξ

From LSJ
Revision as of 14:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῆριγξ Medium diacritics: στῆριγξ Low diacritics: στήριγξ Capitals: ΣΤΗΡΙΓΞ
Transliteration A: stē̂rinx Transliteration B: stērinx Transliteration C: stirigks Beta Code: sth=rigc

English (LSJ)

ιγγος, ἡ, A support, prop, stay, σ. τοῦ σώματος, of the κνήμη or large bone of the leg, X.Eq.1.5; αἱ σ. [τῶν πύργων] D.S. 18.70. b = παρακερκίς 1, Poll.2.191 (pl.). 2 fork with which the shaft or pole of a two-wheeled chariot was propped, until the beasts were yoked to it, Lys.Fr.330 S., Plu.2.280f: acc. στήριγγᾰν Maiuri Nuova Silloge 48 (Rhodes).

German (Pape)

[Seite 942] ιγγος, ἡ, die Stütze; τῶν κνημῶν τὰ ὀστᾶ· ταῦτα γάρ ἐστι στήριγγες τοῦ σώματος, Xen. Equit. 1, 5; Poll. 1, 220. Bes. die Gabel, mit der man die Deichsel stützte, ehe das Zugvieh angespannt wurde, Plut. qu. Rom. 70.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ἡ) :
fourche pour soutenir le timon d'une voiture non attelée.
Étymologie: στηρίζω.

Russian (Dvoretsky)

στῆριγξ: ιγγος ἡ
1 опора, подпора, устой (στήριγγες τοῦ σώματος Xen.; αἱ στήριγγες τῶν πύργων Diod.);
2 (лат. furca) подпорная вилка или козлы Plut.

Greek (Liddell-Scott)

στῆριγξ: -ιγγος, ἡ, ὑποστήριγμα, ἀντηρίς, στ. τοῦ σώματος, ἐπὶ τῆς κνήμης ἢ τοῦ μεγάλου ὀστοῦ τῆς κνήμης, Ξεν. Ἱππ. 1, 5· αἱ στ. τῶν πύργων Διόδ. 18. 70. 2) τὸ δικρανοειδὲς ξύλον, ἐφ’ οὗ στηρίζεται ὁ ῥυμὸς τοῦ διτρόχου δίφρου ἕως οὗ ζευχθῶσιν οἱ ἵπποι, Λατ. furca, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 157, πρβλ. Πλούτ. 2. 280Ε, Ἡσύχ.

Greek Monotonic

στῆριγξ: -ιγγος, ἡ,
1. υποστήριγμα, έρεισμα, αντέρεισμα, στύλος, σε Ξεν.
2. ξύλο με απόληξη δικράνας, στο οποίο στηριζόταν το επίμηκες ξύλο που εκτεινόταν από το μέσο του άξονα προς τα εμπρός στα δίτροχα άρματα, Λατ. furca, σε Λυσ.

Middle Liddell

στῆριγξ, ιγγος,
1. a support, prop, stay, Xen.
2. the fork with which the pole of a two-wheeled chariot was propped, Lat. furca, Lys.