ἀπόπεμψις

Revision as of 08:19, 27 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>sc</i>." to "<i>sc.</i>")

English (LSJ)

εως, ἡ, A sending away, dispatching, τῶν κατασκόπων Hdt 7.148. 2 dismissal, divorcing, D.59.59; δίκη ἀποπέμψεως Lys. Fr.307S.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 despacho, envío τῶν κατασκόπων Hdt.7.148.
2 repudio, divorcio τῆς ἀνθρώπου D.59.59, (sc. δίκη) ἀποπέμψεως Lys.Fr.116Th.
3 conjuro, Tz.Comm.Ar.1.127.12.

German (Pape)

[Seite 318] ἡ, Entlassung, Her. 7, 148; Verstoßung einer Frau, Dem. 59, 59.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
envoi.
Étymologie: ἀποπέμπω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόπεμψις: εως ἡ
1 отпускание, отправление (τῶν κατασκόπων Her.);
2 расторжение брака, развод Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόπεμψις: -εως, ἡ, τὸ πέμπειν ὀπίσω, μετὰ τὴν ἀπόπεμψιν τῶν κατασκόπων Ἡρόδ. 7. 148. 2) ἀποπομπή, ἀπόλυσις, διάζευξις, καὶ τὴν ἀπόπεμψιν τῆς ἀνθρώπου Δημ. 1365. 12, πρβλ. τὴν λέξ. ἀπόλειψις. 3) δίκη ἀποπέμψεως Λυσ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 31.

Greek Monolingual

ἀπόπεμψις, η (Α)
1. η αποπομπή
2. το να επιστρέφει κανείς κάτι
3. το διαζύγιο.

Greek Monotonic

ἀπόπεμψις: -εως, ἡ,
1. το να αποστέλλει κάποιος κάτι πίσω, απόπεμψη, σε Ηρόδ.
2. αποπομπή, διαζύγιο, σε Δημ.

Middle Liddell


1. a sending off, dispatching, Hdt.
2. a divorcing, Dem.