ἔγκοιλος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ἔγκοιλον,
A hollow, sunken, ὀφθαλμοί Hp.Prog.2; ἔγκοιλόν τι a sinking in of the lip, Arist.HA604a28; τὰ ἔγκοιλα τῆς γῆς Pl.Phd. 111c: Comp. ἐγκοιλότερος = deeper, LXX Le.13.30.
II concave, Thphr. HP 7.13.1.
Spanish (DGE)
-ον
I 1cóncavo (ἡ κεφαλὴ καὶ ὁ σπλήν) φλεβώδεα ... καὶ ἔγκοιλα Hp.Morb.4.40, del tallo de ciertas plantas, Thphr.HP 7.13.1, ὑψηλὸς καὶ ἔγκοιλος de la cótila, Apollod.Hist.254.
2 hundido ὀφθαλμοί Hp.Prog.2, Int.43, ἔγκοιλόν τι un hundimiento, una depresión en el morro de ciertos caballos enfermos, Arist.HA 604a28, ἡ ὄψις αὐτῆς ἐγκοιλοτέρα τοῦ δέρματος de la parte afectada por la lepra, LXX Le.13.30
•que forma hondonada τὰ ὄρη ἔγκοιλα ὄντα como causa del eco, D.C.36.49.2
•subst. τό ἔγκοιλον = cavidad, concavidad τὰ ἔγκοιλα (τῆς γῆς) = las concavidades de la tierra Pl.Phd.111c, τοῦ ὠτὸς τὸ ἔγκοιλον Hsch.s.u. κυψέλαι.
II adv. ἐγκοίλως: ἐγκοίλως ἔχειν = estar rehundido, formar una cavidad ἐγκοίλως ἔχων ὁ τράχηλος var. de Hp.Epid.2.2.24 en Gal.16.681.
German (Pape)
[Seite 708] ausgehöhlt, vertieft, Arist. H. A. 8, 24 u. Folgde, wie Ath. XI, 479 a; ὀφθαλμοί, tiefliegend, Hippocr.; τὰ ἔγκοιλα, Höhlungen, γῆς Plat. Phaed. 111 c.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
profondément creux ; τὰ ἔγκοιλα PLAT les cavités.
Étymologie: ἐν, κοῖλος.
Russian (Dvoretsky)
ἔγκοιλος:
1 впалый (ὀφθαλμοί Arst.);
2 вогнутый, вдавленный (ῥίς Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκοιλος: -ον, κοῖλος, βαθουλός, ὀφθαλμοὶ Ἱππ. Προγν. 37, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 24, 2· τὰ ἔγκοιλα τῆς γῆς Πλάτ. Φαίδων 111C.
Greek Monolingual
ἔγκοιλος, -ον (Α)
1. κοίλος, βαθουλός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγκοιλον
κοιλότητα, βαθούλωμα.
Greek Monotonic
ἔγκοιλος: -ον, κοίλος, βαθουλός, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἔγ-κοιλος, ον
sinking in hollows, hollow, Plat.