θύρασι

From LSJ
Revision as of 10:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠ́ρᾱσι Medium diacritics: θύρασι Low diacritics: θύρασι Capitals: ΘΥΡΑΣΙ
Transliteration A: thýrasi Transliteration B: thyrasi Transliteration C: thyrasi Beta Code: qu/rasi

English (LSJ)

θύρασιν [ῠ], Adv., (θύρα)
A at the door, without, Ar.V.891,Pax 942, 1023,al.
2 abroad (written θύραισι in codd.), E.El.1074, S. OC401.

German (Pape)

[Seite 1227] draußen vor der Thür; Ar. Vesp. 891 Lys. 353 u. öfter; Eur. El. 1074; außerhalb des Landes, Soph. O. C. 402, v.l. θύραισι.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 à la porte, dehors;
2 au dehors, à l'étranger.
Étymologie: θύρα, -σι.

Russian (Dvoretsky)

θύρᾱσι: (ν) (ῠ)
1 снаружи, вне: εἴ τις θ., εἰσίτω Arph. если (есть) кто-л. снаружи, пусть войдет; θ. εὐπρεπὲς φαίνειν πρόσωπον Eur. выставлять напоказ свою красоту;
2 за пределами (своей) страны, за границей (κεῖσθαι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

θύρᾱσι: -σιν, Ἐπίρρ. (θύρα) ἐν τῇ θύρᾳ, ἔξω, ἐκτός, Λατ. foris, Ἀριστοφ. Σφηξ. 891, Εἰρ. 942, 1023, κ. ἀλλ. 2) ἔξω τῆς οἰκίας, ἔξω τῆς χώρας, Εὐρ. Ἠλ. 1074. - Συχνάκις γραφόμενον ἐσφαλμένως θύραισι, ἴδε Elmsl. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 401.

Greek Monolingual

θύρασι(ν) (Α) θύρα
επίρρ.
1. έξω, στην πόρτα, εμπρός στην πόρτα
2. έξω από το σπίτι ή από τη χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τοπική πτώση του θύρα με σημασία τοπικού επιρρ.].

Greek Monotonic

θύρᾱσι: -σιν, επίρρ. (θύρα),
1. στην πόρτα έξω, εκτός, Λατ. foris, σε Αριστοφ.
2. έξω από το σπίτι, εκτός χώρας, σε Ευρ.

Middle Liddell

θύρα
1. at the door, outside, without, Lat. foris, Ar.
2. out of doors, abroad, Eur.

English (Woodhouse)

from home, out of doors

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)