παράληρος

From LSJ
Revision as of 13:49, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράληρος Medium diacritics: παράληρος Low diacritics: παράληρος Capitals: ΠΑΡΑΛΗΡΟΣ
Transliteration A: parálēros Transliteration B: paralēros Transliteration C: paraliros Beta Code: para/lhros

English (LSJ)

ον, A raving, delirious, ib.1.2, Ph.1.387, etc. II as substantive, = παραλήρησις, Hp.Epid.3.17.ζ, Suid. s.v. λῆρος.

German (Pape)

[Seite 487] albern redend, Hippocr. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui déraisonne, qui radote;
2 t. médic. qui délire ; τὸ παράληρον le délire.
Étymologie: παραληρέω.

Greek (Liddell-Scott)

παράληρος: -ον, ὁ ἀνοήτως λαλῶν, ἄφρων, παραλαλῶν, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 940, Φίλων 1. 387, κλ. ΙΙ ὡς οὐσιαστ., = παραλήρησις, Ἱππ. 1103Ε, Σουΐδ. ἐν λέξ. λῆρος, «ἡ ἐπιτεταμένη βλάβη τοῦ νοῦ παραφροσύνη λέγεται, ἡ δὲ μέση λῆρος, ἡ δὲ ὑφειμένη παράληρος».

Greek Monolingual

-ον, Α
1. παράφρονας, μανιακός, τρελός
2. το θηλ. ως ουσ.παράληρος
παραφροσύνη, τρέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. παραληρώ].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράληρος -ον [παραληρέω] ijlend.