τιμήεις
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
εσσα, εν, acc. τιμήϝεντα (τιμετε[ lapis) prob. in Supp.Epigr.4.44 (Sicily); contr. τιμῆς Il. 9.605; acc. A τιμῆντα 18.475; Dor. τιμάεις BCH21.599 (Delph., iv B.C.); pl. τιμάεντες Pi.I.4(3).7(25); Pamphyl. fem. τιμάϝεσα Schwyzer 686.6:—honoured, esteemed, of men or gods, Il.9.605, Od.13.129, 18.161: Comp., τιμηέστερος πέλεται 1.393. 2 of things, prized, costly, χρυσός Il.18.475, Od.8.393; δῶρον 1.312: Sup., [δῶρον] τιμηέστατον 4.614, 15.114; ἐμπόλημα -έστατον Com.Adesp.1226: Dor. contr. Sup. τιμαστάτων (gen. pl.) may perhaps be restored in Archyt. ap. Stob.1.48.6 (τιμαιέτατων, τιμαετάτων, τιμαοτάτων codd., τιμαεστάτων cj. Gaisf.).
German (Pape)
[Seite 1115] εσσα, εν, zsgzgn τιμῇς, Il. 9, 605, acc. τιμῆντα, Il. 18, 475, u. dor. τιμᾶντα, Pind.; geschätzt, geehrt, in Ansehen stehend; von Menschen, Od. 13, 129. 18, 160; von Sachen, werthvoll, kostbar, χρυσός, δῶρον, Od. 1, 312. 8, 393. 11, 327; τιμηέστερος, 1, 393; superl. τιμηέστατος, 4, 614. 15, 114; τιμάεντες, Pind. I. 3, 25; und einzeln bei sp. D.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
1 honoré, considéré, estimé;
2 digne de prix, précieux;
Cp. τιμηέστερος, Sp. τιμηέστατος.
Étymologie: τιμή.
Russian (Dvoretsky)
τῑμήεις: ήεσσα, ῆεν, стяж. τιμῇς, дор. τῑμάεις (ᾱ)
1 почитаемый, уважаемый (τινί Hom.);
2 высоко ценимый, (драго)ценный (δῶρον Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
τῑμήεις: εσσα, εν· συνῃρ. τιμῇς Ἰλ. Ι. 605· αἰτ. τιμῆντα Σ. 475· Δωρ. τιμάεις Πινδ. Ι. 4. 12 (3. 25)· - τετιμημένος, ἔντιμος, ἐκτιμώμενος ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, Ἰλ. Ι. 605 (601), Ὀδ. Ν. 129., Σ. 161. -Συγκρ., τιμηέστερος πέλεται Α. 393. 2) ἐπὶ πραγμάτων, βαρύτιμος, πολύτιμος, χρυσός Ἰλ. Σ. 475, Ὀδ. Θ. 393· δῶρον Α. 312· ὑπερθετ., τιμηέστατον δῶρον Δ. 614., Ο. 114· ἐμπόλημα τιμηέστατον Κωμ. Ἀνών. 36.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. τιμάεις, -εσσα, -εν, και συνηρ. τ. αρσ. τιμῆς ή τιμῇς και τ. θηλ. σε επιγρ. τιμάFεσσα Α
1. (για θεούς και ανθρώπους) αυτός που είναι ή γίνεται αντικείμενο σεβασμού και τιμών, ο σεβαστός
2. (για πράγμ.) πολύτιμος, ακριβός («καὶ χρυσὸν τιμῆντα καὶ ἄργυρον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + επίθημα -ήεις (πρβλ. τεχν-ήεις, (βλ. και λ. -όεις)].
Greek Monotonic
τῑμήεις: -εσσα, -εν, συνηρ. τιμῇς, αιτ. τιμῆντα· Δωρ. τιμάεις·
1. τιμημένος, αυτός που βρίσκεται σε μεγάλη υπόληψη από τους ανθρώπους, σε Όμηρ.· συγκρ. τιμηέστερος, σε Ομήρ. Οδ.
2. λέγεται για πράγματα, βαρύτιμος, πολύτιμος, σε Όμηρ.· υπερθ. τιμηέστατος, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
τῑμήεις, εσσα, εν
1. honoured, esteemed, Hom.:—comp., τιμηέστερος Od.
2. of things, prized, costly, Hom.: Sup. τιμηέστατος Od.