Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δυσμήχανος

From LSJ
Revision as of 10:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμήχᾰνος Medium diacritics: δυσμήχανος Low diacritics: δυσμήχανος Capitals: ΔΥΣΜΗΧΑΝΟΣ
Transliteration A: dysmḗchanos Transliteration B: dysmēchanos Transliteration C: dysmichanos Beta Code: dusmh/xanos

English (LSJ)

ον, A hard to effect, Epimen. ap. D.L.1.113; difficult, Ἀρχύτεω δυσμήχανα ἔργα κυλίνδρων Eratosth.Fr.35.7; prob. f.l. for δύσμαχον, J.BJ4.1.2. II Act., at a loss, πρός τι Them.Or. 10.137b. III devising ill, Nonn.D.44.210; δόλος ib.35.273; also, ill-devised, wicked, ἔργον Opp.H.3.404.

Spanish (DGE)

(δυσμήχᾰνος) -ον
• Alolema(s): dór. δυσμά- Epimenid. en D.L.1.113
I 1difícil en neutr. y c. εἰμί: δυσμάχανον γὰρ ἀνθρώπως ἐλευθεριάξαντας ἐν τεθμοῖς ἀρίστοις δούλως ἦμεν es duro que hombres educados en la libertad bajo las mejores leyes sean esclavos Epimenid.l.c., c. inf. φάσσας δ' ἑλεῖν ἐστι δυσμηχανώτατον D.P.Au.3.12
gener. Ἀρχύτεω δυσμήχανα ἔργα κυλίνδρων Eratosth.35.7, ἄγρη Opp.H.2.166.
2 malévolo δυσμήχανον ἔργον ἀνύσσαι Opp.H.3.404, Ἥρη Nonn.D.44.210, cf. 48.882, δόλος Nonn.D.35.273.
3 de una ciudad difícil de tomar, inexpugnable I.BI 4.9.
II sólo de pers. que tiene dificultad para actuar, impotente ὁ βασιλεὺς οὔτε πρὸς τὴν φύσιν τοῦ τόπου δ. ἦν Them.Or.10.137b.

German (Pape)

[Seite 684] 1) schwer auszuführen, schwierig; δ. ἔργον ἀνύσσαι Opp. H. 3, 404, u. a. Sp. – 2) bei Themist. = der sich nicht zu rathen weiß, rathlos, πρός τι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 difficile à accomplir;
2 embarrassé, dépourvu de ressources.
Étymologie: δυσ-, μηχανή.

Russian (Dvoretsky)

δυσμήχᾰνος: дор. δυσμάχᾰνος 2 (ᾱ) трудно исполнимый, трудный Epimenides ap. Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμήχᾰνος: -ον, δυσκατόρθωτος, δυσεκτέλεστος, Ἐπιμεν. παρὰ Διογ. Λ. 1. 113, Ὀππ. Ἁλ. 3. 404. ΙΙ. ἐνεργ., ἐν ἀπορίᾳ εὑρισκόμενος, ἀπορῶν, Θεμιστλ 137Β.

Greek Monolingual

δυσμήχανος, -ον (Α)
1. δυσκατόρθωτος
2. αυτός που βρίσκεται σε δυσκολία, σε αμηχανία.

Greek Monotonic

δυσμήχᾰνος: -ον (μηχανή), δύσκολος να πραγματοποιηθεί, δυσκατόρθωτος, δυσεκτέλεστος.

Middle Liddell

δυσ-μήχᾰνος, ον μηχανή
hard to effect.