εὐώψ

From LSJ
Revision as of 14:25, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐώψ Medium diacritics: εὐώψ Low diacritics: ευώψ Capitals: ΕΥΩΨ
Transliteration A: euṓps Transliteration B: euōps Transliteration C: evops Beta Code: eu)w/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ, (ὤψ) fair-eyed or fair to look on, παρειά S.Ant.530 (anap.); εὐῶπα πέμψον ἀλκάν send goodly aid, Id.OT189(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1112] ῶπος, = εὐωπής, übh. schön; παρειά Soph. Ant. 526, wie κόραι Lycophr. 23; εὐῶπα πέμψον ἀλκάν, schöne, glückliche, Soph. O. R. 189 ch.

French (Bailly abrégé)

εὐῶπος (ὁ, ἡ)
1 agréable à voir;
2 agréable en gén.
Étymologie: εὖ, ὤψ.

Russian (Dvoretsky)

εὐώψ: εὐῶπος adj.
1 красивый на вид, прекрасный (παρειά Soph.);
2 желанный, радующий: εὐῶπα πέμψον ἀλκάν Soph. ниспошли желанную помощь.

Greek (Liddell-Scott)

εὐώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, (ὢψ) ἔχων ὡραίους ὀφθαλμοὺς ἢ καλὸς τὴν ὄψιν, παρειὰ Σοφ. Ἀντ. 530· εὐῶπα πέμψον ἀλκάν, πέμψον καλὴν βοήθειαν, (ἀλλ’ ὁ Λοβέκ., θύγατερ Διὸς εὐῶπι, πέμψον ἀλκὰν) ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 189· πρβλ. εὐῶπις.

Greek Monolingual

εὐὼψ, -ῶπος, ο, η (Α)
1. αυτός που έχει ωραία μάτια, που είναι ωραίος στην όψη («εὐῶπα παρειάν», Σοφ.)
2. μτφ. επιθυμητός, ευτυχής, ευμενής («εὐῶπα ἀλκᾶν» — ευμενή βοήθεια, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ωψ (< ὤψ «όψη»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα ωπ της ρίζας οπ- (πρβλ. όπωπα, όψομαι)].

Greek Monotonic

εὐώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ (ὤψ), καλός στην όψη, σε Σοφ.

Middle Liddell

εὐ-ώψ, ῶπος, [ὤψ]
fair to look on, Soph.