καταναίω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
A make to dwell, settle:—Act. only in poet. aor., κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης Hes.Op.168; κ. ὑπὸ Χθονός Id.Th.6 20; γουνοῖσιν Νεμείης ib.329, cf. B.3.60:—aor. Med., δυσαρέστους δαίμονας αὐτοῦ κατανασσαμένη A.Eu.929 (anap.):—Pass., only in aor., take up one's abode, dwell, ὑπὸ δειράσι Παρνασοῦ κατενάσθη E.Ph.207 (lyr.); ἐν τῇ Χώρᾳ κατένασθεν (3pl.) Ar.V.662: so in aor. Med., ἐν Κέῳ κατενάσσατο A.R.2.520.
2 establish, βωμόν B.10.41.
German (Pape)
[Seite 1365] (s. ναίω), trans. im aor. I. κατένασσα, Bewohner wohinsetzen, ansiedeln, Κρονίδης κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης Hes. O. 166, γουνοῖ. σιν κατένασσε Νεμείης Th. 329, ὑπὸ χθονός 620; so auch med. aor., δυσαρέστους δαίμονας αὐτοῦ κατανασσαμένη Aesch. Eum. 889; Ap. Rh. 2, 520, ἐν δὲ Κέῳ κατενάσσατο, in der Bdtg sich ansiedeln, wohnen, wie sonst der aor. pass., ἵν' ὑπὸ δειράσι Παρνασοῦ κατενάσθην Eur. Phoen. 215; Ar. Vesp. 862.
French (Bailly abrégé)
ao. épq. κατένασσα;
établir, placer sur ou dans;
Moy. καταναίομαι (ao. κατενασσάμην) établir sur ou dans.
Étymologie: κατά, ναίω¹.
Russian (Dvoretsky)
καταναίω: (только эп. aor. κατένασσα) селить, поселять, водворять (τινὰ ἐς πείρατα γαίης, γουνοῖσι Νεμείης, ὑπὸ χθονός Hes.; med. μεγάλας δαίμονας Aesch.); med.-pass. селиться, aor. обитать (ὑπὸ δειράσι Παρνασοῦ Eur.; ἐν τῇ χώρᾳ Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
καταναίω: (ναίω), κάμνω τινὰ νὰ κατοικήσῃ, κατοικίζω· ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ., τοῖς δὲ βίοτον ὀπάσσας κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 167· κ. ὑπὸ χθονὸς ὁ αὐτ. ἐν Θ. 620· γουνοῖσιν κ. Νεμείης αὐτόθι 329· οὕτω κατὰ μέσ. ἀόρ., δυσαρέστους δαίμονας αὐτοῦ κατανασσαμένη Αἰσχ. Εὐμ. 929·― καὶ ὁ Παθ. ἀόρ. ὡς μέσος, κατοικῶ, ἀποικῶ, ὑπὸ δειράσι Παρνασοῦ κατενάσθην Εὐρ. Φοίν. 207· ἐν τῇ χώρᾳ κατένασθεν (γ΄ πλ.) Ἀριστοφ. Σφῆκ. 662· οὕτω κατὰ μέσ. ἀόρ. ἐν Κέῳ κατενάσσατο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 520. 2) καταναίειν, ἱδρύειν· βωμὸν κατένασσε Βακχυλίδ. ΧΙ. 40
Greek Monolingual
καταναίω (Α)
1. κάνω κάποιον να κατοικήσει, εγκαθιστώ («κατένασσε δ' ὑπὸ χθονός», Ησίοδ.)
2. ιδρύω, εγκαθιδρύω («βωμὸν κατένασσε»)
3. (μέσ. και παθ.) καταναίομαι
αποικίζω («κοὔπω πλείους ἐν τῇ χώρᾳ κατένασθεν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ναίω «κατοικώ, εγκαθιστώ»].
Greek Monotonic
καταναίω: κάνω κάποιον να κατοικήσει, εγκαθιστώ, χρησ. μόνο στον αόρ. αʹ κατένασσα, σε Ησίοδ. — Μέσ., αόρ. αʹ κατανασσαμένη, σε Αισχύλ. — Παθ., αποικώ, κατοικώ, διαμένω, μόνο σε αόρ. αʹ κατενάσθην, στον Ευρ.· ποιητ. γʹ πληθ. κατένασθεν, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
to make to dwell, settle, only used in aor1 κατένασσα Hes.:—Mid., aor1 κατανασσαμένη Aesch.: —Pass. to take up one's abode, dwell, only in aor1 κατενάσθην, Eur.; poet. 3rd pl. κατένασθεν Ar.