παράφρων
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
English (LSJ)
poet. πάρφρων, ον, gen. ονος, (φρήν) wandering from reason, senseless, μάντις S.El.473 (lyr.); out of one's wits, deranged, Pl. Lg.649d; λύσσας πάρφρονος B.10.103; τί τόδ' αὖ παράφρων ἔρριψας ἔπος; E.Hipp.232 (anap.); π.καὶ παραπλὴξ τὴν διάνοιαν Plu.Pomp.72. Adv. -νως, γελᾶν Zen.1.43.
German (Pape)
[Seite 507] ον, vom rechten Verstande od. von der Wahrheit abirrend, verrückt, wahnsinnig, εἰ μὴ 'γὼ παράφρων μάντις ἔφυν καὶ γνώμας λειπομένα σοφᾶς, Soph. El. 464, Schol. ἀνόητος; Eur. Hipp. 232; ὅσα δι' ἡδονῆς αὖ μεθύσκοντα παράφρονας ποιεῖ, Plat. Legg. I, 649 d; Sp.; Plut. verbindet παράφρονι καὶ παραπλῆγι τὴν διάνοιαν, Pomp. 72.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui est hors de son bon sens, fou, insensé.
Étymologie: παρά, φρήν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράφρων -ον, gen. -ονος, poët. πάρφρων [παρά, φρήν] buiten zinnen, waanzinnig.
Russian (Dvoretsky)
παράφρων: 2, gen. ονος помешанный, безумный Soph., Eur., Plat., Plut.
Greek Monotonic
παράφρων: -ον (φρήν), αυτός που εκτρέπεται από τη λογική, νοητικά διαταραγμένος, τρελός, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
παράφρων: -ον, (φρὴν) ὁ ἐκτρεπόμενος ἢ πλανώμενος τὰς φρένας, ἄφρων, μωρός, μάντις Σοφ. Ἠλ. 473· ὁ ἔξω φρενῶν, παράφρων, μωρός, Λατ. demens, Πλάτ. Νόμ. 649D· π. ἔπος Εὐρ. Ἱππ. 232· π. καὶ παραπλὴξ τὴν διάνοιαν Πλουτ. Πομπ. 72. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 34.
Middle Liddell
παρά-φρων, ον, φρήν
wandering from reason, out of one's wits, deranged, Soph., Eur., etc.
Mantoulidis Etymological
(=τρελός). Ἀπό τό παρά + φρήν φρενός (=μυαλό). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα φρονέω -ῶ.