βαρύδικος

From LSJ
Revision as of 13:05, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαρύδῐκος Medium diacritics: βαρύδικος Low diacritics: βαρύδικος Capitals: ΒΑΡΥΔΙΚΟΣ
Transliteration A: barýdikos Transliteration B: barydikos Transliteration C: varydikos Beta Code: baru/dikos

English (LSJ)

ον, taking heavy vengeance, ποινά A.Ch.936.

Spanish (DGE)

(βᾰρύδῐκος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
que se toma dura venganza ποινά A.Ch.936.

German (Pape)

[Seite 433] ποινά, schwere Rache übend, Aesch. Ch. 936.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui punit durement.
Étymologie: βαρύς, δίκη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρύδικος -ον βαρύς, δίκη zwaar straffend.

Russian (Dvoretsky)

βαρύδῐκος: сурово мстящий (ποινά Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύδῐκος: -ον, βαρεῖαν, μεγάλην ἐκδίκησιν λαμβάνων, Αἰσχύλ. Χο. 936.

Greek Monolingual

βαρύδικος, -ον (Α)
εκείνος που παίρνει βαριά, σκληρή εκδίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -δικος < δίκη «ποινή, τιμωρία»].

Greek Monotonic

βᾰρύδῐκος: -ον (δίκη), αυτός που λαμβάνει βαριά, σκληρή εκδίκηση, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δίκη
taking heavy vengeance, Aesch.