πυριατήριον
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
(Ion. πῠρι-ητήριον Hp.Steril.230), τό, A vapour-bath, heated by a furnace, Eup.128, Arist.Pr.869a19, IG5(1).938 (Cythera, iii B.C.), Plu.Cim.1; τὸ π. τὸ Λακωνικόν, Lat. Laconicum, D.C.53.27; π. τὸ ἐκ τῆς σικύης Hp. l.c. 2 π. φακωτά bean-shaped hot-water bottles, Archig. ap. Aët. 9.28.
German (Pape)
[Seite 822] τό, der Ort, wo die Schwitzbäder gebraucht wurden, sudatio; Eupol. bei Poll. 9, 43; Arist. probl. 2, 29. 32; bei Plut. Cimon. 1 als ein Theil des Gymnasiums genannt.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
étuve, lieu chauffé pour provoquer la sueur.
Étymologie: πῦρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυριᾱτήριον -ου, τό [πυρία] stoombad.
Russian (Dvoretsky)
πῠριᾱτήριον: τό паровая баня, парильня Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πῠριᾱτήριον: τό, (πυριάω) λουτρὸν δι’ ἀτμοῦ, Λατ. sudatio, sudatorium, ἐθερμαίνετο δὲ τοῦτο διὰ καμίνου κάτωθεν (ἴδε ὑπόκαυστον), Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 30, Ἀριστ. Προβλ. 9. 29, 32, Πλουτ. Κίμων 1· τὸ π. τὸ Λακωνικόν, λατ. Laconicum, Δίων Κ. 53. 27.
Greek Monotonic
πῠριᾱτήριον: τό (πυριάω), λουτρό με ατμό, που θερμαίνεται από ένα καμίνι στο κάτω μέρος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
πῠριᾱτήριον, ου, τό, πυριάω
a vapour-bath, heated by a furnace underneath, Plut.