παράνους
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
English (LSJ)
-ουν, contr. for παράνοος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att.
qui a l'esprit égaré.
Étymologie: παρά, νόος.
Greek Monolingual
-ουν και -οος, -οον, Α
παράφρονας, παρανοϊκός («παράνους Ἑλένα... πολλὰς ψυχὰς ὀλέσασ' ὑπὸ Τροίᾳ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + νόος / νοῦς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράνους -ουν, zonder contr. παράνοος [παρά, νοῦς] buiten zinnen.
Middle Liddell
παρά-νους, ουν,
distraught, Aesch.
German (Pape)
zsgzg. aus παράνοος.