κυκνόμορφος

From LSJ
Revision as of 13:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκνόμορφος Medium diacritics: κυκνόμορφος Low diacritics: κυκνόμορφος Capitals: ΚΥΚΝΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: kyknómorphos Transliteration B: kyknomorphos Transliteration C: kyknomorfos Beta Code: kukno/morfos

English (LSJ)

ον, swan-shaped, or white as a swan, A.Pr.795.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a la forme d'un cygne.
Étymologie: κύκνος, μορφή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκνόμορφος -ον [κύκνος, μορφή] wit als een zwaan.

German (Pape)

von Schwanengestalt, Φορκίδες Aesch. Prom. 797.

Russian (Dvoretsky)

κυκνόμορφος: похожий на лебедя или белый как лебедь (Φορκίδες Aesch.).

Greek Monolingual

κυκνόμορφος, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει, ως προς τη μορφή ή τη λευκότητα, με κύκνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. αετόμορφος, ιερακόμορφος].

Greek Monotonic

κυκνόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει τη μορφή κύκνου, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κυκνόμορφος: -ον, ἔχων μορφὴν κύκνου ἢ λευκὸς ὡς κύκνος, Αἰσχύλ. Πρ. 795.

Middle Liddell

κυκνό-μορφος, ον μορφή
swan-shaped, Aesch.

English (Woodhouse)

swanlike

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)