ἆθλον

Revision as of 20:08, 17 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "[en plu]]" to "en plu")

English (LSJ)

τό, Att. contr. from Ep., Ion., Lyr. ἄεθλον (which alone is used by Hom. and Hdt., mostly also by Pi., once by S.Tr.506 (lyr.)):—A prize of contest, Il.23.413,620, etc., Pi.O.9.108, al., A.Supp. 1033, E.Hel.43; τῶν Ἀθήνηθεν ἄ., inscr. on Attic prize amphorae, CIG776, etc.; ἆ. μουσικῆς IG2.814; in Prose, ἆθλα ἀρετῆς Th.2.46; ἁμαρτημάτων Lys.1.47. Phrases: ἄεθλα κεῖται or πρόκειται prizes are offered, Hdt.8.26,9.101; ἆθλα προφαίνειν, ἆθλα προτιθέναι offer prizes, X.Cyr.2.1.23, Hier.9.4; τιθέναι Pl.Lg.834c; ἆθλα λαμβάνειν, ἆθλα φέρεσθαι to win prizes, Pl.R.613c, Ion530a, etc.; ἆθλον νίκης λαμβάνειν as the prize, Arist.Pol.1296a30, cf. Th.6.80; ἆ. ποιεῖσθαι τὰ κοινά Th.3.82; τὰ ἆθλα ὑπὲρ ὧν ἐστιν ὁ πόλεμος D.2.28; ἆθλα πολέμου Id.4.5; τῆς ἀρετῆς Id.20.107; βέλτιον τοῖς δούλοις ἆ. προκεῖσθαι τὴν ἐλευθερίαν Arist.Pol.1330a33. II = ἆθλος, contest, only in plural, ζώννυνταί τε νέοι καὶ ἐπεντύνονται ἄεθλα Od.24.89, cf. Xenoph.2.5, Pi.O. 1.3: metaph., conflict, struggle, πολλῶν ἔλεξεν δυσοίστων πόνων ἆθλα S.Ph.508; ἄεθλ' ἀγώνων Id.Tr.506:—this usage is censured by Luc. Sol.2. III in plural, place of combat, Pl.Lg.868a, 935b. IV Astrol., = κλῆρος (q.v.), Manil.3.162.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Alolema(s): ép., jón., lír. ἄεθλον; ἄϝεθλ- SEG 26.472 (Tegea VI a.C.), CEG 394 (Síbaris VI a.C.), SEG 29.652 (Vergina V a.C.), 30.52 (Atenas V a.C.), 30.366 (Argos V a.C.), 1456 (Sínope V a.C.)
I premio, trofeo en concursos atléticos o musicales Il.23.441, Hes.Th.437, Pi.O.9.108, S.Tr.506, SEG 30.52, 366, τἀθάνᾳ ἀϝέθλον εὐξάμενος δεκάταν tras haber prometido mediante un voto a Atenea el diezmo de los premios, CEG l.c., ἆθλα καὶ γυμνικῆς ID 98.68 (IV a.C.), metáf. de las Danaides, A.Supp.1033
fig. recompensa ἆθλα ἀρετῆς Th.2.46, D.20.107, ἁμαρτημάτων Lys.1.47, ἄεθλα δορός AP 7.721 (Chaeremo), τὰ μὲν κοινὰ ... ἆθλα ἐποιοῦντο Th.3.82, cf. Arist.Pol.1330a33, Hdt.8.26, 9.101, X.Cyr.2.1.23, Hier.9.4, Nonn.D.10.379.
II [en plu.
1 concurso, torneo (atlético o musical) παῖδες δὲ θέσαν βασιλῆος ἄεθλα Il.23.631, ἐπ' ἄεθλα ... Ἀμφιδάμαντος Hes.Op.654, cf. Il.11.700, Xenoph.2.5, Pi.O.1.3, A.R.3.1273, Ἄραιως (l. -ρεως) ἆθλα del combate de los gladiadores, ITomis 188.10 (II d.C.)
Ἆθλα ἐπὶ Πελίᾳ Juegos en honor de Pelias Stesich.178 tít., Ἆθλα Πελίου ἢ Φόρβας tít. de una tragedia de Tespis, Sud.s.u. Θέσπις, Ἆθλα Los Juegos tít. de una obra de Aqueo, Ath.417f.
2 equipo para la guerra o equipo para competiciones (prob. conseguido como premio), del arco y flechas de Odiseo Od.21.62, 117.
3 lugar de competiciones Pl.Lg.868a, 935b.
4 fig. sufrimientos S.Ph.508, ἄεθλα νεηγενέος Διονύσου las hazañas del joven Dioniso Nonn.D.9.181.
III astrol. cierto grado del Zodíaco en conexión con planetas que afectan al nacimiento, Manil.3.162.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 prix d'un combat, récompense;
2 combat, lutte.
Étymologie: cf. ἆθλος.

German (Pape)

τό (s. ἄεθλον),
1 Kampfpreis, Soph. El. 672; Xen. Hell. 4.2.5; = νικητήριον, überhaupt Belohnung, mit μισθοὶ καὶ δῶρα verb., Plat. Rep. X.613e; ἀρετῆς Thuc. 2.87; τῆς ἐρωτικῆς μανίας Plat. Phaedr. 256d; ἁμαρτημάτων Lys. 1.47, d.i. Strafe; πολέμου Dem. 4.5; παρανομίας Pol. 15.8.11; ἆθλα προτιθέναι, Preise aussetzen, wie τιθέναι, προφαίνειν, vgl. κεῖσθαι; den Preis bekommen, λαμβάνειν, φέρειν.
2 Kampf, Anstrengung (στυγερόν Aesch. Suppl. 1015 ist zw. und kann auch Preis sein), bes. im plur., Soph. Phil. 507; Plat. Legg. IX.865e; Xen. Hell. 4.5.2.
Bei Plat. sind τὰ ἆθλα auch der Ort der Kampfspiele, neben ἀγορά und δικαστήριον, Plat. Legg. XI.935b, vgl. IX.868a.

Russian (Dvoretsky)

ἆθλον: эп.-ион. ἄεθλον τό
1 награда (преимущ. победителю на состязании), победный приз (τινος Thuc., Lys., Plat., Dem., Polyb.): ἆθλα ποιεῖσθαί τι Thuc. оспаривать друг у друга что-л.; ἆ. προκεῖταί τι Arst. наградой служит что-л.; τὰ ἆθλα, ὑπερ ὧν ἐστὶν ὁ πόλεμος Dem. выгоды, из-за которых ведется война;
2 состязание, игры, борьба, Hom., Pind., Soph., Plat., Xen.;
3 тяжелое испытание, мука: τὰ λοιπὰ ἀθλων Aesch. предстоящие еще страдания; πολλῶν πόνων ἆθλα Soph. долгие мучения;
4 pl. место состязаний, стадион, арена Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἆθλον: τό, Ἀττ. συνῃρ. ἐκ τοῦ Ἐπ. καὶ Ἰων. ἄεθλον, (ὅπερ μόνον εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡροδ. καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον παρὰ Πινδ. καὶ ἅπαξ παρὰ Σοφ. (Τρ. 506 ἐν λυρικῷ χωρίῳ). Τὸ βραβεῖον τοῦ ἀγῶνος, βραβεῖον, ἀμοιβή, Ἰλ. Ψ. 413, 620, κτλ.· συχνὸν παρὰ Πινδ. (ἂν καὶ τὸ γένος σπανίως δύναται νὰ ἐξακριβωθῇ), Εὐρ. Ἑλ. 43· καὶ παρὰ πεζοῖς, ἆθλα ἀρετῆς, Θουκ. 2. 46, ἁμαρτημάτων, Λυσ. 96. 8: ― φράσεις: ἄεθλα κεῖται ἢ πρόκειται, = βραβεῖα ἐτέθησαν, Ἡρόδ. 8. 26, 9. 101· ἆθλα προφαίνειν, προτιθέναι, τιθέναι, = προτείνειν βραβεῖα, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 23, 1. 2, 12, κτλ.· ἆθλα λαμβάνειν ἢ φέρεσθαι, λαμβάνειν βραβεῖα, Πλάτ. Πολ. 613C, Ἴων 530Α, κτλ. πρβλ. Θουκ. 6. 80, ἆθλον νίκης λαμβάνειν, ὡς βραβεῖον. Ἀριστ. Πολ. 4, 11, 17· ἆθλ. ποιεῖσθαι τὰ κοινά, Θουκ. 3. 82· τὰ ἆθλα ὑπὲρ ὧν ἐστιν ὁ πόλεμος, Δημ 26. 11· ἆθλα πολέμου, ὁ αὐτ. 41. 25· τῆς ἀρετῆς, ὁ αὐτ. 489, 21· ἆθλον προκεῖσθαι τὴν ἐλευθερίαν, Ἀριστ. Πολ. 7. 10, 14. ΙΙ. = ἆθλος = ἀγών· ζώννυνταί τε νέοι καὶ ἐπεντύνονται ἄεθλα, Ὀδ. Ω. 89· πρβλ. Ξενοφάν. 2. 5, Πινδ. Ο. 1, 5. καὶ ἴδε ἀθροίζω: ― μεταφ. = ἀγών, πάλη· στυγερὸν τόδ’ ἆθλον, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1034, πρβλ. Πρ. 634· πολλῶν ἔλεξεν δυσοίστων πόνων ἆθλ’, Σοφ. Φ. 508· ἄεθλ’ ἀγώνων, ὁ αὐτ. Τρ. 506: ― αὕτη ἡ χρῆσις κατακρίνεται ὑπὸ τοῦ Λουκ. ἐν Σολοικ. 2, πρβλ. Κοραῆ Ἰσοκρ. Πανηγ. 37. ΙΙΙ. κατὰ πληθ. τὸ μέρος ἔνθα ἀγωνίζονται, Λατ. arena, Πλάτ. Νόμ. 868Α, 935Β (Περὶ τῆς ῥίζης, ἴδε ἐν λ. ἆθλος).

English (Autenrieth)

(ἀϝεθ.): (1) prize.— (2) prize-contest.

Greek Monotonic

ἆθλον: τό, Αττ. συνηρ. από το Επικ. και Ιων. ἄεθλον,
I. έπαθλο, βραβείο του αγωνίσματος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἄεθλα κεῖται ή πρόκειται, τέθηκαν τα βραβεία, σε Ηρόδ.· ἆθλα προφαίνειν, προτιθέναι, τιθέναι, προκηρύσσω βραβεία, σε Ξεν.· ἆθλα λαμβάνειν ή φέρεσθαι, λαμβάνω, κερδίζω βραβεία, σε Πλάτ.· ἆθλα πολέμου, τῆς ἀρετῆς, σε Δημ.
II. = ἆθλος, αγώνας, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., σύγκρουση, διαμάχη, πάλη, σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell

[contr. from epic and ionic ἄεθλον
I. the prize of contest, Hom., etc.; ἄεθλα κεῖται or πρόκειται prizes are proposed, Hdt.; ἆθλα προφαίνειν, προτιθέναι, τιθέναι to propose prizes, Xen.; ἆθλα λαμβάνειν or φέρεσθαι to win prizes, Plat.; ἆθλα πολέμου, τῆς ἀρετῆς Dem.
II. = ἆθλος, a contest, Od.:—metaph. a conflict, struggle, Aesch., Soph.

Mantoulidis Etymological

(=βραβεῖο ἀγώνων). Ἀπό τό ἄϝεθλον → ἆθλον, ἀπό ρίζα ϝεθ μέ προθεματικό α. Ἀπό τήν ἴδια ρίζα οἱ λέξεις: ἆθλος, ἀθλεύω, ἀθλέω (=ἀγωνίζομαι), ἄθλημα, ἄθλησις, ἀθλητής, ἀθλητικός, ἄθλιος (=αὐτός πού ἀγωνίζεται γιά τό ἆθλον, δυστυχής), ἀθλιότης, ἀθλοθετῶ, ἀθλοθεσία, ἀθλοθέτης, ἀθλοφορῶ, ἀθλοφόρος (=νικητής).