ἐκμελής
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
ές, (μέλος)
A out of tune, dissonant, Ph.1.375, al., Ti.Locr. 101b, Plu.Demetr.1; unbridled, φιλοτιμία Id.Lys.23; of persons, Just.Nov.136.6. Adv. ἐκμελῶς Poll.4.57.
Spanish (DGE)
-ές
mús.
1 no musical, disonante, que desafina φωνή Thphr.Fr.89.13, καταπύκνωσις Aristox.Harm.47.15, μουσικῆς ὄργανον ἐκμελές Ph.1.375, Θρᾴτταις δὲ γυναιξὶ ἐκμελὴς δόξεις a las mujeres tracias parecerá que desafinas de Orfeo, Philostr.Iun.Im.6.3, cf. Poll.4.57
•de la palabra malsonante, disonante ποίημα Ph.1.552, εὐχή Aristid.Or.26.197, cf. Gr.Nyss.Eun.1.54
•subst. τὸ ἐ. la discordancia καὶ γὰρ ἰατρικῇ τὸ νοσερὸν καὶ ἁρμονικῇ τὸ ἐ. Plu.Demetr.1
•fig. del aspecto físico falto de armonía, deforme, desencajado ἡ δὲ ἐ. τοῦ προσώπου ἔκλυσις ref. a la mueca producida por un tipo de risa, Clem.Al.Paed.2.5.46.
2 adv. ἐκμελῶς en forma disonante, desafinada κἂν ... ὁ κιθαρῳδὸς ἐ. ᾄδῃ D.Chr.32.46, τινα φωνὴν οὐκ ἐ. ἀφιέναι Plot.4.3.12, cf. Poll.4.57
•de palabras en forma malsonante (ἐ.) ἐλέγοντο Olymp.Iob 191.4
•fig. ἐ. ἔχειν estar en disonancia, estar en desacuerdo παρὰ τὴν τῶν ὄντων αἰτίαν ἐ. ἔχει Aristid.Quint.108.1.
• Etimología: Cf. μέλος.
-ές
despreocupado, descuidado, desordenado φιλοτιμία Plu.Lys.23, βίος D.Chr.68.7, γνώμη X.Ep.2, cf. Iust.Nou.136.6.
• Etimología: Cf. μέλω.
German (Pape)
[Seite 769] ές, mißtönend, unharmonisch; καὶ ἀνάρμοστος Tim. Locr. 101 b; Plut. u. A.; im Gegensatz von ἐμμελής auch = übertrieben, φιλοτιμία Plut. Lys. 23.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dissonant ; fig. déplacé, peu convenable.
Étymologie: ἐκ, μέλος.
Russian (Dvoretsky)
ἐκμελής:
1 неблагозвучный, нестройный (ἐ. τε καὶ ἀνάρμοστος Plat.);
2 несообразный, неумеренный (φιλοτιμία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμελής: -ές, (μέλος) ἔξω τοῦ μέλους, παράφωνος, κακόηχος, ἀντίθετον τῷ ἐμμελὴς (πρβλ. πλημμελής), Τίμ. Λοκρ. 101Β, Πλουτ. Δημήτρ. 1· ἄτακτος, ἀνάγωγος, ἀχαλίνωτος, Πλουτ. Λύσ. 23· «ἐκμελές, ἠμελημένον» Σουΐδ., κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «ἐκμελής· ἀνάρμοστος, ἄτακτος, ἄρρυθμος». ― Ἐπίρρ. –λῶς Πολυδ. Δ΄, 57.
Greek Monolingual
ἐκμελής, -ές (AM)
μσν.
αμελής, χαλαρός
αρχ.
1. άρρυθμος, παράφωνος
2. αντιπαθητικός
3. αυτός που ξεπερνά το μέτρο, αχαλίνωτος
4. απρεπής, ανάρμοστος.
Greek Monotonic
ἐκμελής: -ές (μέλος), αυτός που είναι εκτός τόνου, παράφωνος, σε Πλούτ.