μονομαχέω

From LSJ
Revision as of 09:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονομᾰχέω Medium diacritics: μονομαχέω Low diacritics: μονομαχέω Capitals: ΜΟΝΟΜΑΧΕΩ
Transliteration A: monomachéō Transliteration B: monomacheō Transliteration C: monomacheo Beta Code: monomaxe/w

English (LSJ)

Ion. μουνομαχέω, fut. -ήσω Men. Sam.225: (μονομάχος):—
A fight in single combat, E.Ph.1220; τινι with one, Hdt.9.26, Pl.Cra.391e, etc.; πρός τινα Plb.35.5.1.
II μοῦνοι Ἑλλήνων μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ = having fought singlehanded with the Persians, of the Athenians at Marathon, Hdt.9.27; δυοῖσι οὐκ ἂν μουνομαχέοιμι Id.7.104.
III fight as a gladiator, Posidipp.22, Luc.Tox.58, Hdn.1.17.2, D.C.75.16.

German (Pape)

[Seite 203] einzeln, im Zweikampfe mit Einem kämpfen; εἰς ἀγῶνα μονομαχοῦντ' ἀλκὴν δορός, Eur. Phoen. 1372, vgl. 1226; Her. in ion. Form μουνομ. τινί, 7, 104. 9, 26; auch μοῦνοι Ἑλλήνων μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ, 9, 27, sie kämpften allein mit dem Perser; ὃς ἐμονομάχει τῷ Ἡφαίστῳ, Plat. Crat. 391 e; Folgde; Pol. 3, 62, 5; πρὸς τὸν βάρβαρον, 35, 5, 1; Plut. u. Luc.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 combattre seul, càd sans secours : τινί contre qqn;
2 combattre en combat singulier : τινί contre qqn.
Étymologie: μονομάχος.

Russian (Dvoretsky)

μονομᾰχέω: ион. μουνομᾰχέω биться один на один, единоборствовать (τινι Her., Plat.; πρός τινα Polyb.): μοῦνοι Ἑλλήνων μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ Her. одни из всех греков, сразившиеся с персами.

Greek (Liddell-Scott)

μονομᾰχέω: Ἰων. μουν-, (μονομάχος) μάχομαι μόνος πρὸς μόνον, Εὐρ. Φοίν. 1220· τινι πρός τινα, Ἡρόδ. 9. 26, Πλάτ. Κρατ. 391E, κτλ.· πρός τινα, Πολύβ. 35. 5, 1. ΙΙ. παρ’ Ἡροδ. 9. 27, ἐπὶ τῶν Ἀθηναίων ἐν Μαραθῶνι, μοῦνοι μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ, πολεμήσαντες μόνοι αὐτοὶ πρὸς τοὺς Πέρσας (ἄνευ συμμάχων)· οὕτω, δυοῖσι οὐκ ἂν μουνομαχέοιμι 7, 104. ΙΙΙ. μάχομαι ὡς μονομάχος, Δίων Κ. 75. 19.

Greek Monotonic

μονομᾰχέω: Ιων. μουνο-, μέλ. -ήσω, μάχομαι μόνος με έναν μόνο αντίπαλο, σε Ευρ.· τινι, με κάποιον, σε Ηρόδ.· λέγεται για τους Αθηναίους στη μάχη του Μαραθώνα, μοῦνοι μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ, που πολέμησαν μόνοι αυτοί τους Πέρσες, στον ίδ.

Middle Liddell

μονο-μᾰχέω,
to fight in single combat, Eur.; τινι with one, Hdt.; of the Athenians at Marathon, μοῦνοι μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ having fought single-handed with the Persians, Hdt.