ἐκπρορέω
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
flow forth from, c.gen., Orph.L.203,AP9.669 (Marian.).
Spanish (DGE)
fluir, manar τρίψαντι γάλακτος ἐκπρορέει ... πανείκελος ἔνδοθεν ἰχώρ Orph.L.203, cf. Gr.Naz.M.37.1317A, c. gen. ὕδωρ ... πολυκρούνων ἐκπρορέει στομάτων AP 9.669 (Marian.), en sent. fig. ISide 253.3 (I a./d.C.).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
couler en avant hors de, gén..
Étymologie: ἐκ, προρέω.
German (Pape)
(ῥέω), heraus- und hervorfließen; τινός, aus Etwas, praes., Mar. Schol. 3 (IX.669); Orph. Lith. 201.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπρορέω: поэт. = *ἐκπρορρέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπρορέω: ἐκρέω ἔκ τινος μέρους, Ἀνθ. Π. 9. 669, Ὀρφ. Λιθ. 201.
Greek Monolingual
ἐκπρορέω (Α)
(για πηγή) αναβλύζω από το εσωτερικό.
Greek Monotonic
ἐκπρορέω: μέλ. -ρεύσομαι, απορρέω, πηγάζω, αναβλύζω, ξεχύνομαι, σε Ανθ.