ὑδατόεις

From LSJ
Revision as of 10:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδᾰτόεις Medium diacritics: ὑδατόεις Low diacritics: υδατόεις Capitals: ΥΔΑΤΟΕΙΣ
Transliteration A: hydatóeis Transliteration B: hydatoeis Transliteration C: ydatoeis Beta Code: u(dato/eis

English (LSJ)

ὑδατόεσσα, ὑδατόεν,
A watery, AP9.327 (Hermocr.), D.P.782, Nonn. D. 11.47, 23.281, 39.373, al.
II transparent as water, thin, fine, καλύπτρα AP6.270 (Nic.); cf. ὑδάτινος ΙΙ. [ῡ in dactylic verses.]

German (Pape)

[Seite 1172] εσσα, εν, wässerig, wasserartig, durchsichtig, dünn wie Wasser; καλύπτρα, Nic. 3 (VI, 270); δόμος, Hermocreo 1 (IX, 327); ἴασπις, D. Per. 782; κόρη Διός, Ep. ad. 194 (App. 323), von einer Najade gesagt.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
1 aqueux, rempli d'eau;
2 qui ressemble à de l'eau, transparent comme l'eau.
Étymologie: ὕδωρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑδᾰτόεις: όεσσα, όεν (ῠ)
1 водяной (δόμος, sc. Νυμφῶν Anth.);
2 прозрачный (καλύπτρη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑδᾰτόεις: όεσσα, όεν (ὕδωρ) ὡς τὸ ὑδατώδης, Ἀνθ. Π. 9. 327, Διον. Π. 782, Νόνν., κλπ. ΙΙ. διαφανὴς ὡς τὸ ὕδωρ, λεπτός, καλύπτρη Ἀνθολ. Π. 6. 270· πρβλ. ὑδάτινος ΙΙ. [ῡ ἐν δακτυλικοῖς στίχοις].

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, ΜΑ
υδατώδης
αρχ.
(για ένδυμα ή για εξάρτημα ενδυμασίας) διαφανής σαν το νερό, λεπτός («ὑδατόεσσα καλύπτρη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + κατάλ. -όεις].

Greek Monotonic

ὑδᾰτόεις: -όεσσα, -όεν (ὕδωρ),
I. υδάτινος, αυτός που μοιάζει με νερό, σε Ανθ.
II. διάφανος σαν το νερό, λεπτός, φίνος, ραφινάτος, κομψός, στον ίδ.

Middle Liddell

ὕδωρ
I. watery, like water, Anth.
II. transparent as water, thin, fine, Anth.