κατέπεφνον
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
Ep., Lyr., and Trag. (in lyr.) aor. 2 with no pres. in use (v. θείνω), kill, slay, καταπέφνῃ Il.3.281; κατέπεφνε 6.183, 24.759, Od.3.252, 4.534, S.El.486; κατέπεφνες Id.Aj.901, Pi.Fr.171 (tm.); καταπεφνών Il.17.539.
French (Bailly abrégé)
verbe n'existant qu'à l'ao.2;
inf. καταπεφνεῖν, sbj. 3ᵉ sg. καταπέφνῃ, part. καταπεφνών;
tuer.
Étymologie: κατά, ἔπεφνον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-έπεφνον [κατά, θείνω] poët., alleen indic. aor. act. doden.
Russian (Dvoretsky)
κατέπεφνον: aor. 2 ind. к καταπεφνεῖν.
English (Autenrieth)
subj. καταπέφνῃ, part. (w. irreg. accent) καταπέφνων: kill, slay.
Greek Monolingual
κατέπεφνον (Α)
(ποιητ. τ. αόρ. β' χωρίς ενεστ.) έσφαξα, σκότωσα, φόνευσα («ὁ δὲ θαρρήσας κατέπεφνεν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἔ-πε-φν-ον (βλ. λ. θείνω)].
Greek Monotonic
κατέπεφνον: αόρ. βʹ με ενεστ. σε αχρηστία (βλ. *φένω), σκοτώνω, φονεύω, σε Όμηρ., Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κατέπεφνον: ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει (ἴδε *φένω), φονεύω, σφάζω, ἀποκτείνω, καταπέφνῃ Ἰλ. Γ. 281 κατέπεφνε (ἢ -εν) Ζ. 183., Ω. 759, Ὀδ. Γ. 252., Δ. 534, Σοφ. Ἠλ. 486· κατέπεφνες ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 901, καὶ (ἐν τμήσει) Πινδ. Ἀποσπ. 157· καταπεφνὼν Ἰλ. Ρ. 539, Βακχυλ. 5. 115.
Middle Liddell
[aor2 with no pres. in use] [v. *φένω
to kill, slay, Hom., Soph.