δημίζω
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
pose as 'friend of the people', Ar.V.699.
Spanish (DGE)
hacerse pasar por amigo del pueblo ὑπὸ τῶν ἀεὶ δημιζόντων οὐκ οἶδ' ὅπῃ ἐγκεκύκλησαι no sé de qué manera estás cercado por los ‘amigos del pueblo’ de turno Ar.V.699.
German (Pape)
[Seite 562] es mit dem Volke halten, auch = es betrügen, Ar. Vesp. 699.
French (Bailly abrégé)
chercher à se rendre populaire.
Étymologie: δῆμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημίζω [δῆμος] zich populistisch gedragen.
Russian (Dvoretsky)
δημίζω: подлаживаться или льстить народу Arph.
Greek Monolingual
δημίζω (Α) δήμος
επιδεικνύομαι ως φίλος του δήμου, του λαού.
Greek Monotonic
δημίζω: μέλ. -σω (δῆμος), λαϊκίζω, προσποιούμαι λαϊκότητα, εξαπατώ το λαό, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
δημίζω: προσποιοῦμαι τὸν δημοτικόν, ἀπατῶ τὸν δῆμον, Ἀριστοφ. Σφηξ. 699.
Middle Liddell
δῆμος
to affect popularity, cheat the people, Ar.