τυλίσσω

From LSJ
Revision as of 10:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠλίσσω Medium diacritics: τυλίσσω Low diacritics: τυλίσσω Capitals: ΤΥΛΙΣΣΩ
Transliteration A: tylíssō Transliteration B: tylissō Transliteration C: tylisso Beta Code: tuli/ssw

English (LSJ)

Att. τυλίττω,
A twist or roll up, ἠλακάτη τὸ ξύλον ἐν τυλίσσονται τὰ ἔρια Sch.Od.6.53.
2 metaph., οἴμας τυλίσσων(= ὁδοὺς ἐρευνῶν paraphr.) perhaps unravel, Lyc.11.
II bend: aor. Pass. ἐτυλίχθη v.l. for ἐλυγίχθη in Theoc.23.54.

French (Bailly abrégé)

rouler, envelopper.
Étymologie: τύλη.

German (Pape)

att. τυλίττω,
1 wulsten, aufrollen, aufwickeln, Lyc. 11, wo es der Schol. durch ἀνερευνάω erkl.
2 beugen, biegen, ἐτυλίχθη Theocr. 23.54, wo v.l. ἐλυγίχθη.

Russian (Dvoretsky)

τῠλίσσω: склонять: οὐδ᾽ ἐτυλίχθη (v.l. ἐλυγίχθη) τὰν ψυχάν Theocr. он не смутился душой.

Greek (Liddell-Scott)

τῠλίσσω: Ἀττικ. -ττω, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τυλίζω», Λυκόφρ. 11, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ζ. 53. ΙΙ. κάμπτω, λυγίζω· παθ. ἀόρ. α΄ ἐτυλίχθη διάφορ. γραφ. παρὰ Θεοκρ. 23. 54, ἀντὶ ἐλυγίχθη.

Greek Monotonic

τῠλίσσω: Αττ. τυλίττω, τυλίγω· κάμπτω, λυγίζω· Παθ. αόρ. ἐτυλίχθη, σε Θεόκρ.

Middle Liddell


to twist up: to bend: aor1 pass. ἐτυλίχθη Theocr.

Mantoulidis Etymological

ἤ τυλίττω. Ἀπό τό οὐσ. τύλη (=ρόζος, σαμάρι). Συνώνυμο μέ τό τύλος (=κάλος, σκληρό ἐξόγκωμα). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τύλιγμα, τυλιγμός.