συνθρύπτω

From LSJ
Revision as of 12:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθρύπτω Medium diacritics: συνθρύπτω Low diacritics: συνθρύπτω Capitals: ΣΥΝΘΡΥΠΤΩ
Transliteration A: synthrýptō Transliteration B: synthryptō Transliteration C: synthrypto Beta Code: sunqru/ptw

English (LSJ)

break in pieces: crush, τὴν καρδίαν Act.Ap.21.13.

French (Bailly abrégé)

briser, amollir, énerver.
Étymologie: σύν, θρύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θρύπτω geheel in stukken breken, met acc.; overdr. breken, vermurwen. μου τὴν καρδίαν mijn hart NT Act. Ap. 21.13.

German (Pape)

(θρύπτω), zerbrechen, zerreiben, erweichen, τὴν καρδίαν NT.

Russian (Dvoretsky)

συνθρύπτω: досл. сокрушать, перен. надрывать (τὴν καρδίαν τινός NT).

English (Strong)

from σύν and thrupto (to crumble); to crush together, i.e. (figuratively) to dispirit: break.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. συντρίβω, θρυμματίζω
2. μτφ. προκαλώ βαθιά λύπη και απογοήτευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θρύπτω «θρυμματίζω»].

Greek Monotonic

συνθρύπτω: μέλ. -ψω, θραύω σε κομμάτια, κομματιάζω· συντρίβω, θρυμματίζω, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

συνθρύπτω: συντρίβω, κλαίοντες καὶ συνθρύπτοντές μου τὴν καρδίαν Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 13· ἀόρ. β΄ παθ. συνεθρύβη Θεόδ. Πρόδρ. 4. 325.

Middle Liddell

fut. ψω
to break in pieces: to crush, NTest.

Chinese

原文音譯:sunqrÚptw 尋-特呂普拖
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-虛弱
字義溯源:共同壓碎,碎,破碎;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(θρόνος)X*=弄碎)組成。參讀 (θραύω / θραυματίζω)同義字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 碎(1) 徒21:13