εὐρύπεδος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ον, with broad surface, spacious, γαῖα Lyr.Adesp.138.3, AP7.748 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 1095] mit breiter Ebene, γαῖα, poet. bei Plat. ep. I, 310 a; Antp. Sid. 31 (VII, 748); ἀλωή Opp. H. 1, 192.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au vaste sol.
Étymologie: εὐρύς, πέδον.
Russian (Dvoretsky)
εὐρύπεδος: широко раскинувшийся, обширный (γαῖα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐρύπεδος: -ον, ἔχων εὐρεῖαν ἐπιφάνειαν, εὐρύς, εὐρύχωρος, γαῖα Ἀνθ. Π. 7. 748.
Greek Monolingual
εὐρύπεδος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευρεία επιφάνεια, ο ευρύχωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -πεδος (< πεδον «έδαφος») πρβλ. βαθύπεδος, επίπεδος)].
Greek Monotonic
εὐρύπεδος: -ον (πέδον), ευρύχωρος, σε Ανθ.