ληθεδανός
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
English (LSJ)
ληθεδανή, ληθεδανόν, causing forgetfulness, φάρμακον Luc.Salt.79, Philops.39.
German (Pape)
[Seite 38] vergessen machend, φάρμακον, Luc. de salt. 79.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui fait oublier.
Étymologie: λήθη.
Russian (Dvoretsky)
ληθεδᾰνός: дающий забвение, погружающий в забытье (φάρμακον Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ληθεδᾰνός: -ή, -όν, προξενῶν λήθην, Λουκ. π. Ὀρχ. 79.
Greek Monolingual
ληθεδανός, -ή, -όν (Α)
αυτός που επιφέρει λήθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληθεδών (πρβλ. τυφεδανός < τυφεδών.
Greek Monotonic
ληθεδᾰνός: -ή, -όν (λήθη), αυτός που προκαλεί λήθη, σε Λουκ.
Middle Liddell
ληθεδᾰνός, ή, όν λήθη
causing forgetfulness, Luc.