λαιμοτόμος

From LSJ
Revision as of 10:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμοτόμος Medium diacritics: λαιμοτόμος Low diacritics: λαιμοτόμος Capitals: ΛΑΙΜΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: laimotómos Transliteration B: laimotomos Transliteration C: laimotomos Beta Code: laimoto/mos

English (LSJ)

λαιμοτόμον,
A throatcutting, χείρ E.IT444 (lyr.); σίδαρος Tim.Pers.142; σφαγίς AP6.306 (Aristo).
II proparox. λαιμότομος, ον, with the throat cut, E. Hec.208 (lyr.); severed at the throat, κεφαλά Id IA776 (lyr.); Γοργοῦς λ. ἀπὸ σταλαγμῶν the blood dripping from the Gorgon's severed head, Id.Ion1054 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 7] die Kehle abschneidend, χείρ, Eur. I. T. 444; σφαγίς, Aristo 1 (VI, 306). – Aber λαιμότομος, mit abgeschnittener Kehle, l. d., Eur. Hec. 209; Γοργοῦς λαιμοτόμων ἀπὸ σταλαγμῶν Ion 1055, die Tropfen von dem abgeschnittenen Haupte der Gorgo; sp. D., wie φάρυγξ, Man. 1, 317.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coupe la gorge.
Étymologie: λαιμός, τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

λαιμοτόμος:
1 перерезывающий горло (χείρ Eur.; σφαγίς Anth.);
2 отсекший голову (у Горгоны) (Περσεύς Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λαιμοτόμος: -ον, ὁ κόπτων τὸν λαιμόν, Περσεὺς Εὐρ. Ἠλ. 459· χεὶρ ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 444· σφαγὶς Ἀνθ. Π. 6. 306. ΙΙ. προπαροξ. λαιμότομος, ον, ἔχων τὸν λαιμὸν κεκομμένον, ἀποτετμημένος τὸν λαιμὸν, Εὐρ. Ἑκ. 207· κεφαλὴ ὁ αὐτ. Ι. Α. 776· Γοργοῦς λ. ἀπὸ σταλαγμῶν, τὸ αἷμα στάζον ἀπὸ τῆς ἀποτμηθείσης κεφαλῆς τῆς Γοργόνος, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1055, πρβλ. λαιμότμητος.

Greek Monolingual

λαιμοτόμος, -ον (α)
αυτός που κόβει τον λαιμό κάποιου, που αποκεφαλίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. κεφαλοτόμος, φυλλοτόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημ.].

Greek Monotonic

λαιμοτόμος: -ον (τέμνω),
I. αυτός που κόβει τον λαιμό, σε Ευρ., Ανθ.
II. προπαροξ., λαιμότομος, -ον, αυτός που έχει τον λαιμό κομμένο, αποκομμένος από το λαιμό, σε Ευρ.· Γοργοῦς λαιμότομοι σταλαγμοί, αίμα που στάζει από το κομμένο κεφάλι της Γοργώς, στον ίδ.

Middle Liddell

λαιμο-τόμος, ον τέμνω
I. throat-cutting, Eur., Anth.
II. proparox.