νοσερός

From LSJ
Revision as of 08:15, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσερός Medium diacritics: νοσερός Low diacritics: νοσερός Capitals: ΝΟΣΕΡΟΣ
Transliteration A: noserós Transliteration B: noseros Transliteration C: noseros Beta Code: nosero/s

English (LSJ)

ά, όν, = νοσηρός, of symptoms, Hp.Aph.7.67; ν. κῶλον E.Or.1016 (anap.); ν. κοίτα a bed of sickness, Id.Hipp.131 (lyr.), cf. 179 (anap.); ν. χειμών Arist.Pr.861b22; νοσερά, opp. ὑγιεινά, Polystr.p.3 W., cf. Alex.Aphr. in Top. 71.2; unhealthy, of persons, Ph.1.198 (Sup.). Adv. -ρῶς, ἔχειν Arist.Pol.1320b36.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
malsain.
Étymologie: νόσος.

German (Pape)

krank, vgl. νοσηρός; κοίτη, Eur. Hipp. 131; κῶλον, Or. 1016; Arist. auch Kompar., H.A. 8.1, und adv., pol. 6.6.

Russian (Dvoretsky)

νοσερός:
1 больной (κῶλον Eur.): νοσερὰ κοίτη Eur. одр болезни;
2 несущей болезни, нездоровый (ὁ χειμών Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

νοσερός: -ά, -όν, = νοσηρός, Ἱππ. Ἀφορ. 1261· ν. κῶλον Εὐρ. Ὀρ. 1016· ν. κοίτη, κλίνη ἀσθενείας, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 131, πρβλ. 180· ἐπὶ τῶν ὡρῶν τοῦ ἐνιατοῦ, διατί… ὁ χειμὼν νοσερὸς γίνεται; Ἀριστ. Προβλ. 1. 20, κ. ἀλλ. Ἐπίρρ. νοσερῶς ἔχειν τὸ σῶμα ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 6. 6, 4.

Greek Monolingual

νοσερός, -ά, -όν (ΑΜ)
(για πρόσ.) άρρωστος, ασθενής
αρχ.
(για συμπτώματα) αυτός που επιφέρει νόσο, που έχει βλαβερές συνέπειες για την υγεία, νοσηρός.
επίρρ...
νοσερῶς (Α)
με νοσηρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. -ερός (πρβλ. μογερός, φθονερός)].

Greek Monotonic

νοσερός: -ά, -όν, = νοσηρός, σε Ευρ.· νοσερὰ κοίτη, το κρεβάτι του πόνου, στο οποίο είναι ξαπλωμένος ο ασθενής, στον ίδ.· επίρρ., νοσερῶς ἔχειν τὸ σῶμα, σε Αριστ.

Middle Liddell

νοσερός, ή, όν = νοσηρός, Eur.]
ν. κοίτη a bed of sickness, Eur.:—adv., νοσερῶς ἔχειν τὸ σῶμα Arist.