παιδοκόμος

From LSJ
Revision as of 10:45, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδοκόμος Medium diacritics: παιδοκόμος Low diacritics: παιδοκόμος Capitals: ΠΑΙΔΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: paidokómos Transliteration B: paidokomos Transliteration C: paidokomos Beta Code: paidoko/mos

English (LSJ)

ον, cherishing children, Nonn.D.5.378.

German (Pape)

[Seite 441] Kinder pflegend, wartend, Nonn. D. 5, 378. 8, 183 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prend soin des enfants.
Étymologie: παῖς, κομέω.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοκόμος: -ον, ὁ ἐπιμελούμενος ἢ ἀνατρέφων παιδία, Νόνν. Δ. 5. 378, Κύριλλ.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ παιδοκόμος, -ον)
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η παιδοκόμος
αυτός που ασχολείται με την παιδοκομία
μσν.-αρχ.
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που περιποιείται και ανατρέφει παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφοκόμος].

Greek Monotonic

παιδοκόμος: -ον (κομέω), αυτός που φροντίζει παιδιά.

Middle Liddell

παιδο-κόμος, ον, κομέω
taking care of children.