χρυσήρης

From LSJ
Revision as of 10:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσήρης Medium diacritics: χρυσήρης Low diacritics: χρυσήρης Capitals: ΧΡΥΣΗΡΗΣ
Transliteration A: chrysḗrēs Transliteration B: chrysērēs Transliteration C: chrysiris Beta Code: xrush/rhs

English (LSJ)

χρυσήρες, furnished with gold or decked with gold, golden, οἶκοι E.Ion157 (lyr.); Ἄρκτος στρέφουσ' οὐραῖα χρυσήρη πόλῳ ib.1154; ναῶν θριγκοί Id.IT129(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1380] ες, mit Gold befestigt, goldgefügt, aus Gold gearbeitet, Eur. πόλος, οἶκος, Ion 159. 1159, ναῶν θριγκοί I. T. 129.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
incrusté d'or.
Étymologie: χρυσός, ἄρω.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσήρης: скрепленный или отделанный золотом (οἶκοι, πόλος, ναῶν θριγκοί Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσήρης: -ες, γεν. εος, κεκοσμημένος διὰ χρυσοῦ, χρυσοῦς, οἶκος, πόλος Εὐρ. Ἴων 157, 1154· ναῶν θριγκοὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Ταύρ. 129.

Greek Monolingual

-ήρες, Α
χρυσοστόλιστος («εἰς χρυσήρεις οἴκους», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ήρης (Ι), ξιφήρης.

Greek Monotonic

χρῡσήρης: -ες, γεν. -εος (ἀραρίσκω), κατασκευασμένος ή κοσμημένος με χρυσό, χρυσός, σε Ευρ.

Middle Liddell

χρῡσ-ήρης, ες ἀραρίσκω
furnished or decked with gold, golden, Eur.