ἀστάνδης
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ἀστάνδου, ὁ, courier, Plu.Alex.18, 2.326f; cf. Armen. astandel 'wander'.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ mensajero Plu.Alex.18, 2.326e, 340c, Ath.122a, Hsch., Phot.α 95.
• Etimología: Prést. del iran., cf. sogdiano ‘st’nyk (āstānik).
German (Pape)
[Seite 374] ὁ, der Eilbote, persisches Wort, Plut. Alex. 18 Alex. fort. I, 1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
courrier.
Étymologie: mot persan.
Russian (Dvoretsky)
ἀστάνδης: ου ὁ перс. гонец Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστάνδης: ὁ, ταχυδρόμος, Περσικὴ λέξις, Πλουτ. Ἀλεξ. 18, ἴδε Οὐϋττεμβ. ἐν Ἠθ. Πλουτ. 2. 326F· πρβλ. ἄγγαρος.
Greek Monotonic
ἀστάνδης: ὁ, ταχυδρόμος, αγγελιαφόρος, Περσική λέξη, σε Πλούτ.
Frisk Etymological English
See also: ἀσκάνδης