ὑπένδυμα
From LSJ
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
English (LSJ)
ατος, τό, undergarment, AP6.201 (Marc. Arg.), 292 (Hedyl.).
German (Pape)
[Seite 1187] τό, das Unterkleid; χιτῶνος M. Arg. 20 (VI, 201); Hedyl. 2 (App. 28).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vêtement de dessous.
Étymologie: ὑπενδύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑπένδυμα: ατος τό нижняя одежда, белье (λεπτὸν ὑ. χιτῶνος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπένδῠμα: τό, ἐσωτερικὸν ἔνδυμα, Ἀνθ. Παλατ. 6. 201.
Greek Monolingual
-ύματος, τὸ, Α ὑπενδύω
εσωτερικό ένδυμα.
Greek Monotonic
ὑπένδῠμα: -ατος, τό, εσωτερικό ρούχο, ένδυμα, εσώρουχο, σε Ανθ.
Middle Liddell
ὑπ-ένδῠμα, ατος, τό,
an undergarment, Anth. [from ὑπενδύομαι