ὀψιτέλεστος

From LSJ
Revision as of 17:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψιτέλεστος Medium diacritics: ὀψιτέλεστος Low diacritics: οψιτέλεστος Capitals: ΟΨΙΤΕΛΕΣΤΟΣ
Transliteration A: opsitélestos Transliteration B: opsitelestos Transliteration C: opsitelestos Beta Code: o)yite/lestos

English (LSJ)

ον, late of fulfilment, τέρας ὄψιμον ὀ. Il.2.325, cf. Tryph.48, Nonn.D.25.362, al.

German (Pape)

[Seite 433] spät vollendet, erst spät in Erfüllung gehend, τέρας, Il. 2, 325, wie ὄψιμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'accomplit longtemps après.
Étymologie: ὀψέ, adj. verb. de τελέω.

Russian (Dvoretsky)

ὀψῐτέλεστος: поздно осуществляющийся, нескоро исполняющийся (τέρας Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀψῐτέλεστος: -ον, ὁ ὀψὲ τελεσθησόμενος, τέρας ὀψιτέλεστον, ὡς τό: τέρας ὄψιμον, Ἰλ. Β. 325· οὕτω, Τρυφιόδ. (γρ. Τριφ-) 48, πρβλ. τὸ ἑπόμ.

English (Autenrieth)

late-fulfilled, Il. 2.325†.

Greek Monolingual

ὀψιτέλεστος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται μετά από πολύ χρόνο, καθυστερημένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + τελῶ].

Greek Monotonic

ὀψῐτέλεστος: -ον, αυτός που έλαβε χώρα αργά, καθυστερημένα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ὀψῐ-τέλεστος, ον,
I. to be late fulfilled, Il.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού πρόκειται ἀργά νά ἐκπληρωθεῖ). Ἀπό τό ὀψέ + τελῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.