ἐπετήσιος

From LSJ
Revision as of 10:44, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπετήσιος Medium diacritics: ἐπετήσιος Low diacritics: επετήσιος Capitals: ΕΠΕΤΗΣΙΟΣ
Transliteration A: epetḗsios Transliteration B: epetēsios Transliteration C: epetisios Beta Code: e)peth/sios

English (LSJ)

ἐπετήσιον, = ἐπέτειος, from year to year, yearly, καρπός Od.7.118, cf. PSI4.320.12 (i A.D.); προστατεία Th.2.80; θυσίαι Jul.Or.4.131d; lasting the whole year, τελεσφορίη Call.Ap.78; ἐγχρονίσας ἐπετήσιον for a year, Epigr.Gr.815.

German (Pape)

[Seite 918] = ἐπέτειος, καρπός, das ganze Jahr durch dauernde Frucht, Od. 7, 118; τελεσφορίη, alljährlich, Callim. Apoll. 78.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de chaque année.
Étymologie: ἐπί, ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπετήσιος: Hom. = ἐπέτειος 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπετήσιος: -ον, ὁ καθ’ ὅλον τὸ ἔτος διαρκῶν, διηνεκής, καρπὸς Ὀδ. Η. 118· τελεσφορίην ἐπετήσιον Καλλ. Ἀπόλλ. 77· ἐγχρονίσας ἐπετήσιον, ἐπὶ ἓν ἔτος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2569. 8.- Πρβλ. Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. 336.

English (Autenrieth)

(ϝέτος): throughout all the year, Od. 7.118†.

Greek Monolingual

ἐπετήσιος, -ον (Α)
1. αυτός που διαρκεί όλο το έτος
2. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο, ενιαύσιος
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐπετήσιον
για ένα έτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ετήσιος (< έτος)].

Greek Monotonic

ἐπετήσιος: -ον, = ἐπέτειος, αυτός που επισυμβαίνει από χρονιά σε χρονιά, δηλ. κάθε χρόνο, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἐπετήσιος, ον = ἐπέτειος,]
from year to year, yearly, Od.