ἐπίκυρτος

From LSJ
Revision as of 11:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκυρτος Medium diacritics: ἐπίκυρτος Low diacritics: επίκυρτος Capitals: ΕΠΙΚΥΡΤΟΣ
Transliteration A: epíkyrtos Transliteration B: epikyrtos Transliteration C: epikyrtos Beta Code: e)pi/kurtos

English (LSJ)

ἐπίκυρτον, arched, S.Ichn.294; round-shouldered, Πλάτωνος τὸ . Plu.2.53c.

German (Pape)

[Seite 955] etwas gekrümmt, buckelig, Sp., wie Plut. τοῦ Πλάτωνος τὸ ἐπίκυρτον, die gekrümmte Haltung des Plato, de adul. et am. discr. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
légèrement courbé, bossu.
Étymologie: ἐπί, κυρτός.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκυρτος: согнутый, сутулый (τὸ ἐπίκυρτόν τινος μιμεῖσθαι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκυρτος: -ον, κεκυρτωμένος πρὸς τὰ ἐμπρός, ὀλίγον τι κυφός, Πλούτ. 2. 53C.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίκυρτος, -ον) κυρτός
κυρτός προς τα κάτω ή προς τα εμπρός, σκυφτός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο επίκυρτος
1. φυσόστομος ιχθύς της οικογένειας τών σαλμωνιδών
2. κολεόπτερο έντομο της οικογένειας τών δασκυλλιδών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίκυρτον
η κυρτότητα, η καμπούρα.