λιπάω
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
(λίπας, λίπος)
A to be sleek, radiant, Ep. pres. λιπόω, v.l. for ῥυπόω, Od.19.72; part. λιπόων Call.Fr.141, AP6.324 (Leon.), Nic. Al.487, Q.S.10.274: regul. forms, ind. 3pl. pres. λιπῶσιν Ph.1.542, part. λιπῶν Phryn.Com.38, Call.Fr.121, Plu.2.206f.
II trans., anoint, γυῖα Nic.Th.81.
German (Pape)
[Seite 51] fett sein; von Menschen, λιπῶντες, im Gegensatz der ἰσχνοί, Plut. reg. apophth. Caes. E.; auch = mit Fett bereitet, gesalbt, λιπόωντα πέμματα, Leon. Al. 19 (VI, 324); λιπόων κεκρύφαλος, Antip. Sid. 82 (VII, 413); χεῖρας λιπώσας, glänzende, Callim. fr. 121; ὄραμνοι, saftig, Nic. Al. 487.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. part. prés.
être gras.
Étymologie: λίπα.
Russian (Dvoretsky)
λῐπάω: (только part. praes.) быть жирным, маслянистым Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπάω: (λίπας, λίπος) εἶμαι παχὺς καὶ μαλακός, ἀπαντᾷ δὲ μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. ἐνεστ. λιπόω, διάφ. γρ. ἐν Ὀδ. Τ. 72 ἀντὶ τοῦ ῥυπόω· μετοχ. λιπόοντα, Καλλ. Ἀποσπ. 141, Ἀνθ. Π. 6. 324· καὶ ὁμαλ. μετοχ. λιπῶν, Φρύν. Κωμικ. ἐν «Ποαστρίαις» 1, Καλλ. Ἀποσπ. 121, Πλούτ. 2. 206F.
Greek Monolingual
λιπάω (Α) λίπα
1. λάμπω, στίλβω, γυαλίζω
2. είμαι παχύς, μαλακός, ζουμερός
3. λιπαίνω («κεδρίδας ἐνθρύπτων λιπόοις εὐηρέα γυῑα», Νίκ.).
Greek Monotonic
λῐπάω: (λίπας, λίπος), είμαι παχύς και μαλακός, Επικ. μτχ. λιπόων, σε Ανθ.
Middle Liddell
λῐπάω, λίπας, λίπος
to be fat and sleek, epic part. λιπόων Anth.