λιπάω

From LSJ
Revision as of 10:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπάω Medium diacritics: λιπάω Low diacritics: λιπάω Capitals: ΛΙΠΑΩ
Transliteration A: lipáō Transliteration B: lipaō Transliteration C: lipao Beta Code: lipa/w

English (LSJ)

(λίπας, λίπος)
A to be sleek, radiant, Ep. pres. λιπόω, v.l. for ῥυπόω, Od.19.72; part. λιπόων Call.Fr.141, AP6.324 (Leon.), Nic. Al.487, Q.S.10.274: regul. forms, ind. 3pl. pres. λιπῶσιν Ph.1.542, part. λιπῶν Phryn.Com.38, Call.Fr.121, Plu.2.206f.
II trans., anoint, γυῖα Nic.Th.81.

German (Pape)

[Seite 51] fett sein; von Menschen, λιπῶντες, im Gegensatz der ἰσχνοί, Plut. reg. apophth. Caes. E.; auch = mit Fett bereitet, gesalbt, λιπόωντα πέμματα, Leon. Al. 19 (VI, 324); λιπόων κεκρύφαλος, Antip. Sid. 82 (VII, 413); χεῖρας λιπώσας, glänzende, Callim. fr. 121; ὄραμνοι, saftig, Nic. Al. 487.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. part. prés.
être gras.
Étymologie: λίπα.

Russian (Dvoretsky)

λῐπάω: (только part. praes.) быть жирным, маслянистым Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπάω: (λίπας, λίπος) εἶμαι παχὺς καὶ μαλακός, ἀπαντᾷ δὲ μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. ἐνεστ. λιπόω, διάφ. γρ. ἐν Ὀδ. Τ. 72 ἀντὶ τοῦ ῥυπόω· μετοχ. λιπόοντα, Καλλ. Ἀποσπ. 141, Ἀνθ. Π. 6. 324· καὶ ὁμαλ. μετοχ. λιπῶν, Φρύν. Κωμικ. ἐν «Ποαστρίαις» 1, Καλλ. Ἀποσπ. 121, Πλούτ. 2. 206F.

Greek Monolingual

λιπάω (Α) λίπα
1. λάμπω, στίλβω, γυαλίζω
2. είμαι παχύς, μαλακός, ζουμερός
3. λιπαίνω («κεδρίδας ἐνθρύπτων λιπόοις εὐηρέα γυῑα», Νίκ.).

Greek Monotonic

λῐπάω: (λίπας, λίπος), είμαι παχύς και μαλακός, Επικ. μτχ. λιπόων, σε Ανθ.

Middle Liddell

λῐπάω, λίπας, λίπος
to be fat and sleek, epic part. λιπόων Anth.