δεῖνος

From LSJ
Revision as of 15:56, 24 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεῖνος Medium diacritics: δεῖνος Low diacritics: δείνος Capitals: ΔΕΙΝΟΣ
Transliteration A: deînos Transliteration B: deinos Transliteration C: deinos Beta Code: dei=nos

English (LSJ)

(A), gen. of δεῖνα (q.v.).

(B), ὁ,
A = δῖνος, a name for different round vessels, Stratt. 34, Dionys.Com.5, etc.: Cyren., = ποδανιπτήρ, Philet. ap. Ath.11.467d.
II a dance, Apolloph.1.
III threshing-floor, Telesilla 7.
IV instrument for making pills or instrument for gilding pills, Schwyzer 182a.3 (Gortyn, v/iv B.C.).

Spanish (DGE)

v. δεῖνα, δῖνος.

German (Pape)

[Seite 539] ὁ, v.l. für δῖνος, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

2gén. de δεῖνα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεῖνος gen. sing. van δεῖνα.

Russian (Dvoretsky)

δεῖνος: gen. к δεῖνα.

Greek (Liddell-Scott)

δεῖνος: γεν. τοῦ δεῖνα, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

δεῖνος, ο (Α)
1. ονομασία για διάφορα στρογγυλά αγγεία, ποτήρια, κούπες κ.λπ.
2. δοχείο για το πλύσιμο τών ποδιών, ποδονιπτήρας
3. είδος χορού
4. το αλώνι
5. όργανο για κατασκευή ή επίχριση χαπιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γραφή του δίνος, που απαντά σε λογοπαίγνια με το δεινός].

Greek Monotonic

δεῖνος: γεν. του δεῖνα, βλ. αυτ.