δεῖνος
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
(A), gen. of δεῖνα (q.v.).
(B), ὁ,
A = δῖνος, a name for different round vessels, Stratt. 34, Dionys.Com.5, etc.: Cyren., = ποδανιπτήρ, Philet. ap. Ath.11.467d.
II a dance, Apolloph.1.
III threshing-floor, Telesilla 7.
IV instrument for making pills or instrument for gilding pills, Schwyzer 182a.3 (Gortyn, v/iv B.C.).
Spanish (DGE)
German (Pape)
[Seite 539] ὁ, v.l. für δῖνος, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
2gén. de δεῖνα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεῖνος gen. sing. van δεῖνα.
Russian (Dvoretsky)
δεῖνος: gen. к δεῖνα.
Greek (Liddell-Scott)
δεῖνος: γεν. τοῦ δεῖνα, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
δεῖνος, ο (Α)
1. ονομασία για διάφορα στρογγυλά αγγεία, ποτήρια, κούπες κ.λπ.
2. δοχείο για το πλύσιμο τών ποδιών, ποδονιπτήρας
3. είδος χορού
4. το αλώνι
5. όργανο για κατασκευή ή επίχριση χαπιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γραφή του δίνος, που απαντά σε λογοπαίγνια με το δεινός].
Greek Monotonic
δεῖνος: γεν. του δεῖνα, βλ. αυτ.