πάρεγγυς

From LSJ
Revision as of 11:38, 6 April 2023 by Spiros (talk | contribs)

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάρεγγῠς Medium diacritics: πάρεγγυς Low diacritics: πάρεγγυς Capitals: ΠΑΡΕΓΓΥΣ
Transliteration A: párengys Transliteration B: parengys Transliteration C: pareggys Beta Code: pa/reggus

English (LSJ)

A Adv. near at hand, close by, ἐν τοῖς πάρεγγυς τόποις Arist.HA 605b25. 2 of time, near, λίαν πάρεγγυς εἶναι, i. e. in age, Id.Pol.1335a1; πάρεγγυς τινός following closely on... Id.GA773b9. 3 nearly alike, πάρεγγυς γενέσθαι Id.Metaph.1040b11; τὸ πάρεγγυς τῆς λέξεως Id.SE167a5; πάρεγγυς ταύτης (sc. τῆς πολιτείας) nearly resembling it, Id.Pol.1271b20, cf. Thphr.CP 6.17.9.

German (Pape)

[Seite 510] adv., nahe dabei, Arist. Pol. 7, 16, τινός, 2, 10.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάρ-εγγυς adv. nabij:. ταῖς ἡλικίαις... λίαν πάρεγγυς εἶναι in leeftijd zeer nabij staan Aristot. Pol. 1335a1. prep. met gen. vergelijkbaar met:. ἡ δὲ Κρητικὴ πολιτεία πάρεγγυς μέν ἐστι ταύτης de Kretenzische staatsinrichting staat daar dicht bij Aristot. Pol. 1271b20.

Russian (Dvoretsky)

πάρεγγῠς:
I adv.
1 близко, в непосредственной близости (ἐν τοῖς πάρεγγυς τόποις Arst.);
2 весьма сходно (γενέσθαι Arst.).
II в знач. praep. cum gen.
1 близ (τινος Arst.);
2 сходно с (τῆς πολιτείας Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πάρεγγῠς: Ἐπίρρ., παρὰ πολὺ πλησίον, ἐν τοῖς πάρεγγυς τόποις Ἀριστ. πάρεγγυς τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 1. 2) ἐπὶ χρόνου πλησίον, λίαν πάρεγγυς εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 16, 3· πάρεγγυς τινος, ἀμέσως μετά τινα ..., ὁ αὐτ. πάρεγγυς Ζ. Γεν. 4. 5, 3. 3) σχεδὸν ὁμοίως, πάρεγγυς γενέσθαι ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 16, 2· τὸ πάρεγγυς τῆς λέξεως ὁ αὐτ. πάρεγγυς Σοφιστ. Ἐλέγχ. 5, 2· πάρεγγυς τῆς ... πολιτείας ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 10, 1.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. τοπ. πολύ κοντά («ἐν τοῖς πάρεγγυς τόποις», Αριστοτ.)
2. χρον. σε πολύ μικρό διάστημα χρόνου («ἐὰν ἡ ἑτέρα ὀχεία τῆς ἑτέρας γένηται πάρεγγυς», Αριστοτ.)
3. (για ομοιότητα) περίπου, σχεδόν («ἡ δὲ Κρητική πολιτεία πάρεγγυς μέν ἐστι ταύτης», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγγύς].