σπυρίδα

From LSJ
Revision as of 14:17, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source

Greek Monolingual

η / σπυρίς, -ίδος, ΝΜΑ, και σφυρίς Α
πλατύ καλάθι με ανοιχτό στόμιο για μεταφορά τροφίμων ή για ψάρεμα, ζεμπίλι, ψαροκόφινο (α. «τὸ περισσεῡον τῶν κλασμάτων ἑπτὰ σπυρίδας», ΚΔ
β. «σφυρίδος δηνάρια πέντε», επιγρ.
γ. «κατιεῖ σχοινίῳ σπυρίδα μεινὴν εἰς τὴν λίμνην», Ηρόδ.)
αρχ.
1. ειδικά φτειαγμένο καλάθι για τη μεταφορά χρημάτων
2. φρ. «ἀπὸ σπυρίδος δεῖπνον» — δείπνο στο οποίο καθένας φέρνει το φαγητό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σπυρ-ίς με επίθημα -ίς, -ίδος, δηλωτικό οργάνων (πρβλ. γραφίς, σκαφίς), εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα με φωνηεντισμό -υρ- (πρβλ. σπύραθος, αγυρις) ΙΕ ρίζας sper- «πλέκω» (από όπου και τα σπείρα, σπάρτον). Ο τ. σφυρίς, με δασύ εκφραστικό σύμφωνο είναι δευτερογενής (πρβλ. σπόγγος: σφόγγος). Από τους τ. σπυρίς / σφυρίς έχει προέλθει στη Νέα Ελληνική το όνομα του ψαριού σφυρίδα].