φρενοθελγής
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
φρενοθελγές, charming the heart, Procl.H.3.17, Nonn. D. 1.406.
German (Pape)
[Seite 1304] ές, dem Herzen schmeichelnd, herzbezaubernd, φωνή Nonn. D. 8, 175. 266, u. öfter, u. a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
φρενοθελγής: -ές, ὁ θέλγων τὰς φρένας, θελκτικός, Πρόκλου Ὕμν. 2. 17, Νόνν. Διονυσ. 1. 406.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
θελκτικός, γοητευτικός («φρενοθελγέος ἀσιδῆς», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -θελγής (< θέλγω), πρβλ. λυροθελγής, πανθελγής].