χαμαίστρωτος

From LSJ
Revision as of 11:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαίστρωτος Medium diacritics: χαμαίστρωτος Low diacritics: χαμαίστρωτος Capitals: ΧΑΜΑΙΣΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: chamaístrōtos Transliteration B: chamaistrōtos Transliteration C: chamaistrotos Beta Code: xamai/strwtos

English (LSJ)

χαμαίστρωτον, strewed on the ground or stretched on the ground, νέκυς alcmaeonis 2p.76K.; χαμαίστρωτα beds on the floor, Ph.2.482.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαίστρωτος: -ον, χαμαὶ ἐξηπλωμένος, νέκυς Ποιητ. παρ’ Ἀθην. 460Β· χαμαίστρωτα, στρωμναὶ κατὰ γῆς, Φίλων 2. 482.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
στρωμένος καταγής
αρχ.
το θηλ. ως ουσ.χαμαίστρωτος
χαμαιστρωσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -στρωτος (< στρωτός), πρβλ. δύστρωτος, πορφυρόστρωτος].

German (Pape)

auf der Erde gelagert, hingestreckt, νέκυς poet. bei Ath. XI.460b.