περίσπλαγχνος

From LSJ
Revision as of 12:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίσπλαγχνος Medium diacritics: περίσπλαγχνος Low diacritics: περίσπλαγχνος Capitals: ΠΕΡΙΣΠΛΑΓΧΝΟΣ
Transliteration A: perísplanchnos Transliteration B: perisplanchnos Transliteration C: perisplagchnos Beta Code: peri/splagxnos

English (LSJ)

περίσπλαγχνον, great-hearted, Theoc.16.56.

German (Pape)

[Seite 592] großherzig, großmüthig, Theocr. 16, 56.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
courageux, magnanime.
Étymologie: περί, σπλάγχνον.

Greek Monolingual

-ον, Α
μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδοςπερίσπλαγχνος Λαέρτης», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -σπλαγχνος (< σπλάγχνον), πρβλ. άσπλαγχνος].

Greek Monotonic

περίσπλαγχνος: -ον (σπλάγχνον), εξαιρετικά εγκάρδιος, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίσπλαγχνος -ον [περί, σπλάγχνον] grootmoedig.

Russian (Dvoretsky)

περίσπλαγχνος: великодушный, благородный, мужественный Theocr.

Middle Liddell

περί-σπλαγχνος, ον, [σπλάγχον]
great-hearted, Theocr.