περίσπλαγχνος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
περίσπλαγχνον, great-hearted, Theoc.16.56.
German (Pape)
[Seite 592] großherzig, großmüthig, Theocr. 16, 56.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
courageux, magnanime.
Étymologie: περί, σπλάγχνον.
Greek Monolingual
-ον, Α
μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος («περίσπλαγχνος Λαέρτης», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -σπλαγχνος (< σπλάγχνον), πρβλ. άσπλαγχνος].
Greek Monotonic
περίσπλαγχνος: -ον (σπλάγχνον), εξαιρετικά εγκάρδιος, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίσπλαγχνος -ον [περί, σπλάγχνον] grootmoedig.
Russian (Dvoretsky)
περίσπλαγχνος: великодушный, благородный, мужественный Theocr.