ὑαλουργός
From LSJ
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
English (LSJ)
ὁ, glass-worker, Str.16.2.25, PTeb.278.20 (i A. D.), Glossaria; ὑελ-, PGot.7.4 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 1168] ὁ, Glasarbeiter, Strab. 16, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὑᾰλουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὴν ὕαλον, Στράβ. 758.
Greek Monolingual
ο / ὑαλουργός, ΝΑ, και ὑελουργός Α
ο παρασκευαστής γυαλιού ή κατασκευαστής γυάλινων αντικειμένων, υαλοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλουργός].